Αναφορές

«Ένας Άγγλος στη Μακεδονία του 1900», G.F. Abbot

Το Μελένικο είναι μια παλιά βυζαντινή πόλη και εξακολουθεί να διατηρεί πολλά ίχνη της καταγωγής του. Τα ονόματα των μαχαλάδων του, καθώς και των κατοίκων του, ανδρών και γυναικών, σου θυμίζουν σκονισμένα μεσαιωνικά χρονικά. Μια συνοικία φέρει το όνομα Μούρτζος και μια οικογένεια το όνομα Παλαιολόγος. Τα ονόματα Κομνηνή, Θεοφανώ, Λάσκαρις, και άλλα, οικεία στο μελετητή βυζαντινής ιστορίας ονόματα, είναι εδώ τόσο κοινά όσο τα ονόματα Τομ, Ντικ, Χάρυ, στην πατρίδα μας και βρίσκονται σε τόσο πλήρη αρμονία με το περιβάλλον, ώστε δεν προκαλούν ούτε το αχνό χαμόγελο που σου φέρνει στα χείλη η αντίστοιχη χρήση αρχαίων ονομάτων στη Νότια Ελλάδα.

Υπάρχει μια παράδοση, σύμφωνα με την οποία, οι πρώτοι κάτοικοι του Μελενίκου ήταν πολιτικοί εξόριστοι από την Κωνσταντινούπολη και μερικοί από τους σημερινούς κατοίκους ισχυρίζονται ότι κατάγονται από εκείνους τους διακεκριμένους εγκληματίες. Μέχρι αρκετά πρόσφατα χρόνια, υπήρχε μια αρκετά σαφής διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην ανώτερη τάξη των γαιοκτημόνων ευγενών (Αφεντάδες) και τις κατώτερες τάξεις των υπηκόων (Υποχείριοι), μια διάκριση, λείψανα της οποίας μπορεί κανείς να δει ακόμα στην αρχιτεκτονική μερικών από τα μεγαλύτερα σπίτια. Σε ένα από αυτά, με οδήγησαν σε μια μεγάλη αίθουσα υποδοχής, υπερυψωμένη εν μέρει, ούτως ώστε να σχηματίζει μιαν εξέδρα. Από εκείνο το υπερυψωμένο σημείο ατένιζαν οι ευγενείς στη διάρκεια των εορτών τους κατώτερους θνητούς.

Υπήρχε επίσης τις παλιές ημέρες ένα ισχυρό αίσθημα κατά των μικτών γάμων ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις. Ωστόσο ο χρόνος, εκείνος που μεταρρυθμίζει τα πάντα και σαρώνει όλους τους ιστούς αράχνης, συνέβαλε κατά πολύ στην απάλειψη όλων των κοινωνικών φραγμών. Καθώς τα χρόνια περνούσαν, ιδίως μετά από την οθωμανική κατάκτηση, πολλοί από τους ευγενείς περιέπεσαν σε ένδεια ενώ άλλοι διατήρησαν τον πλούτο τους ασπαζόμενοι τη ξένη θρησκεία και εντασσόμενοι στις τάξεις των κατακτητών. Στο μεταξύ, πολλοί από τους αγρότες και τους τεχνίτες, που αποτελούσαν τον όγκο των κατώτερων τάξεων, απέκτησαν πλούτο και ως εκ τούτου, το έργο της εξίσωσης ολοκληρώθηκε. Κι όμως, η σκιά του νεκρού καθεστώτος εξακολουθεί να στοιχειώνει τα παλιότερα νοικοκυριά.

Πολλοί Μελενικιώτες εξακολουθούν να υπερηφανεύονται για τους πραγματικά ή κατά φαντασίαν ένδοξους προγόνους τους παρ’ ότι λίγοι, ή ίσως και κανένας, έχουν τα μέσα για να ζήσουν με έναν τρόπο που θα άρμοζε σε τέτοιους ισχυρισμούς. Η υπερηφάνεια και η φτώχια βρίσκονται συχνά σε μια χονδροειδή συνύπαρξη και αυτοί οι υψηλόφρονες φτωχοί του Μελενίκου μου θύμισαν τους Ιταλούς αριστοκράτες που συναντάς διασκορπισμένους σε όλη την Εγγύς Ανατολή — ανθρώπους που τα αρχαία γενεαλογικά τους δέντρα δεν αρκούν για να τους προσφέρουν στέγη ή καύσιμα, ανθρώπους που φέρουν ονόματα καταγραμμένα τόσο στις Χρυσές Βίβλους όσο και στα βιβλία των πτωχεύσεων, ανθρώπους που τα γενεαλογικά δέντρα τους, αντίθετα με εκείνα των Αμερικανών εκατομμυριούχων, είναι απείρως μεγαλύτερα από τα πουγκιά τους.

Το Μελένικο είναι μια ελληνική κατά κύριο λόγο πόλη, μια όαση ελληνικής γλώσσας, πολιτισμού και παράδοσης εν μέσω μιας περιοχής που κατέχεται από Σλάβους αγρότες, τίμιους, φιλόπονους και εγκρατείς, αλλά εντελώς πληκτικούς, ασυγκρότητους και στερούμενους ενδιαφέροντος. Η πόλη αριθμεί περί τους τρεις χιλιάδες κατοίκους που όλοι τους, με την εξαίρεση των Τούρκων κυβερνητικών αξιωματούχων και των οικογενειών τους, λίγων Βουλγάρων και ενός ή δύο από τους πανταχού παρόντες Εβραίους εμπόρους, είναι γνήσιοι Έλληνες. Το Μελένικο είναι έδρα ενός μητροπολίτη που η δικαιοδοσία του εκτείνεται προς τα νότια μέχρι τη Τζουμαγιά. Διαθέτει ένα πολύ καλό σχολείο για αγόρια, στο οποίο απασχολούνται εννέα δάσκαλοι, ένα εξίσου καλό αν και μικρότερο σχολείο για κορίτσια, τα οποία καθοδηγούνται κατά την άνοδό τους στις απότομες πλαγιές του Παρνασσού από τις δύο γλυκές δασκάλες, με τις οποίες είχα το προνόμιο να συνταξιδεύσω και ένα γιατρό που έχει σπουδάσει στο Παρίσι.


«Η Μακεδονική Θύελλα, Τα πύρινα χρόνια 1903-1907», M. Paillares

Eκείνα τα δύσκολα χρόνια του Μακεδονικού Αγώνα, οι Έλληνες εκτός από τον ένοπλη βουλγαρική και τουρκική απειλή, είχαν να αντιμετωπίσουν και την ισχυρή προπαγάνδα που έκαναν εις βάρος τους σε όλη την Ευρώπη οι Βούλγαροι πράκτορες.

Η Ελληνική Κυβέρνηση βλέποντας την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη να στρέφεται υπέρ των Βουλγάρων αποφάσισε να αναθέσει επί αμοιβής στον Γάλλο M. Paillares, την συγγραφή ενός βιβλίου που θα εξιστορούσε την πραγματική κατάσταση που επικρατούσε στη Μακεδονία μας. Ο Paillares, δέχτηκε την πρόταση και το αποτέλεσμα της περιήγησής του στη Μακεδονία, είναι το βιβλίο «Μακεδονική Θύελλα». Αρχικά ήταν πιεσμένος λόγω της υποχρέωσης να δείξει εύνοια προς την ελληνική πλευρά, αλλά τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν μπροστά του και που αναλυτικά περιγράφει στο βιβλίο του, ήταν αρκετά ώστε, από απλό παρατηρητή να τον μετατρέψουν σε υπερασπιστή και φιλέλληνα.

18 Δεκεμβρίου 1904 φεύγουμε από Σβιέτιβρατς. Μερικά περάσματα έχουν πολύ απότομη κλίση. Περίεργα σχήματα προσελκύουν το βλέμμα μου: μυτεροί όγκοι, που μοιάζουν με ηφαιστειογενείς κώνους, προσκρούουν ο ένας με τον άλλον, εκεί κάτω, στους πρόποδες του Πιρίν, τη δυτική πλευρά του οποίου διασχίζουμε αφότου αφήσαμε τη Τζουμαγιά…

Πλησιάζουμε, είναι χωμάτινοι πύργοι. Όμοιούς τους δεν έχω ξαναδεί. Τους αποφεύγουμε και μπαίνουμε σ` ένα χείμαρρο που στις φοβερές του πλευρές έχει ανοίξει μια ρωγμή. Απ` αυτή την υγρή οδό, φτάνουμε στο Μελένικο.

Μελένικο! Εκπληκτική πόλη. Όμοιά της δεν υπάρχει στη γη. Φανταστείτε έναν αρκετά ψηλό λόφο, που η κορφή του έχει τρυπήσει από τα νερά. Η τρύπα μεγαλώνει σιγά σιγά. Οι χείμαρροι σχημάτισαν χαράδρες, κομματιάζοντας το έδαφος. Ο λόφος, ραγισμένος και πελεκημένος, δεν είναι παρά μια συγκεχυμένη μάζα από πληγές και προεξοχές. Στα δυτικά ένα μεγάλο ποτάμι άνοιξε μια βαθύτερη ρωγμή.

Στο κέντρο η πόλη, χωρισμένη σε δύο συνοικίες, απλώνεται πάνω στις διακυμάνσεις της πλαγιάς. Τα σπίτια, χτισμένα περίεργα, δεσπόζουν πάνω σε ψηλούς τοίχους. Τοίχους που βρέχονται απ` τα νερά και στηρίζονται στις εσωτερικές πλευρές του λόφου, που οι καταστρεπτικοί χείμαρροι δεν έχουν διαβρώσει ακόμη. Όταν βρέχει οι άνθρωποι φυλακίζονται μέσα στα σπίτια τους. Εδώ και εκεί έχουν τοποθετήσει μικρές ή μεγάλες ξύλινες γέφυρες, για να επικοινωνούν μεταξύ τους.

Λίγο πιο πάνω από την πόλη, διακρίνουμε τρύπες ανοιγμένες στην πλαγιά του λόφου. Αυτά τα ανοίγματα σφραγίζονται από μανταλωμένες πόρτες. Βρίσκομαι μπροστά σε σπήλαια; Σε κατακόμβες; Είναι απλά αποθήκες που φυλάνε το κρασί ή φτιάχνουν το ρακί…

Το Μελένικο φρουρεί με τόλμη τον Ελληνισμό, είναι ελληνικό ως τα θεμέλιά του. Είναι πράγματι μια βυζαντινή πόλη του 6ου αιώνα. Ο Ιουστινιανός έχτισε εκεί ένα φρούριο για να προστατεύσει τα στενά από τις επιδρομές που γίνονταν από το Βορρά. Γύρω από το φρούριο δημιουργήθηκε σιγά σιγά η πόλη.

Οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου το χρησιμοποίησαν αργότερα ως τόπο εξορίας των αξιωματούχων της αυλής που έπεφταν σε δυσμένεια, επειδή εδώ για να δεις τον ουρανό πρέπει να σηκώσεις πολύ ψηλά το κεφάλι. Μερικές σημερινές οικογένειες που χρονολογούνται από εκείνη την εποχή, είναι οι οικογένειες του Κουροπαλάτη (στρατάρχη της αυλής), του Φλάμπουρα (ο οποίος κρατούσε τον πυρσό μπροστά από τον αυτοκράτορα στις μεγάλες τελετές), του Παλαιολόγου, του Μούρτζουφλου (Βυζαντινού στρατηγού που έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο, μια συνοικία φέρει και το όνομά του), του Δούκα (που ήταν διοικητής του φρουρίου το 13ο αιώνα και μια αναμνηστική πλάκα τιμά τη μνήμη του), του Βούδημου (στρατηγού που το όνομά του φέρει μια συνοικία).

Λένε ότι ο Λέων ο Ίσαυρος ήταν ο πρώτος που υπέδειξε το Μελένικο ως τόπο εξορίας. Ακολούθησαν ο στρατηγός Βασίλειος Τουτσίκος (από τη Θεσσαλονίκη), ο Σπανδωνής κ.ά.

Στις αρχές του 19ου αιώνα το Μελένικο διέθετε τυπογραφείο. Είχε ιδρύσει επίσης μία εταιρεία αλληλοβοηθείας για την προστασία των χριστιανών από τους Τούρκους. Τα μέλη της κατέθεσαν 5.000 λίρες και οι τόκοι όφειλαν να χρησιμοποιηθούν για την οργάνωση δικαστικού και αστυνομικού σώματος στο πλευρό της Ελληνικής Κοινότητας. Όταν οι Τούρκοι έκλεβαν γυναίκες και παιδιά ή σκότωναν οικογενειάρχες, η εταιρεία έπαιρνε τα μέτρα της για να ελευθερώσει τους αιχμαλώτους και να τιμωρήσει τους εγκληματίες. Το κεφάλαιο υπάρχει ακόμη, αλλά έχει πια μειωθεί. Οι 3.000 λίρες που απέμειναν προορίζονται να βοηθούν τους φτωχούς.

Στα μέσα του 18ου αιώνα το Μελένικο υπήρξε ένα από τα σπουδαιότερα εμπορικά κέντρα μεταξιού και βαμβακιού. Οι εξαγωγές είχαν προορισμό όλα τα Βαλκάνια. Όμως αυτοί οι καιροί πέρασαν πια. Οι σιδηρόδρομοι εξαφάνισαν το εμπόριό του. Πώς να ανταγωνιστεί το Μελένικο έτσι απομονωμένο, χωρίς κανένα μέσο επικοινωνίας, τις ευρωπαϊκές πόλεις που βρίσκονται κοντά στις σιδηροδρομικές γραμμές και στα λιμάνια;  Τώρα παράγει κρασί και ρακί. Σε όλα τα χωράφια έχουν φυτέψει αμπέλια.

Τα σχολεία χρονολογούνται από την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους. Ο κ. Παλατίδης, γιατρός στην αυλή της Βιέννης (το 1840) τους άφησε ένα κεφάλαιο που αποφέρει σήμερα εισόδημα 200 λιρών. Τα έξοδα της δημόσιας δωρεάν εκπαίδευσης φτάνουν τις 350 λίρες. Επισκέφτηκα και τα τέσσερα σχολεία της Ελληνικής Κοινότητας: δύο αρρένων, ένα θηλέων κι ένα νηπιαγωγείο.

Οι Έλληνες δείχνουν αξιοθαύμαστη ζωτικότητα. Υπέμειναν πολλούς αιώνες σκλαβιάς δίχως να ξεχάσουν το ένδοξο παρελθόν τους.  Ακόμα και στις πιο σκοτεινές στιγμές της ιστορίας τους δεν έπαψαν να διατηρούν την ιερή φλόγα της Μεγάλης Ιδέας. Οι Βούλγαροι έχουν ένα σχολείο με 30 μαθητές και οι περισσότεροι έρχονται από τις γύρω περιοχές.

Ο Σαράφωφ μπήκε στο Μελένικο στα 1895 με καμιά εξηνταριά αντάρτες. Ανήγγειλε ότι ερχόταν να απελευθερώσει το χριστιανικό πληθυσμό από τον τουρκικό ζυγό. Πυρπόλησε μια τουρκική συνοικία και σκότωσε έξι μουσουλμάνους. Μερικές σφαίρες του «λοξοδρόμησαν» κι αντί να σώσουν τους Έλληνες, σκότωσαν έξι από αυτούς…

Εδώ και τέσσερα χρόνια ο βοεβόδας Σαντάνσκι ανέλαβε της απελευθέρωση των καταπιεσμένων. Οι κακές γλώσσες ισχυρίζονται ότι πλουτίζει απ` αυτό το «αποστολικό» έργο. Απ` ότι λένε, έχει κρύψει ήδη σε ασφαλές μέρος μια μεγάλη περιουσία για να εξασφαλίσει τα γηρατειά του. Το σίγουρο είναι ότι εισπράτει φόρους από τους κατοίκους του καζά… Κάθε χωριό του καταβάλλει δασμούς σε χρήματα ή σε είδος. Η κυριαρχία του είναι αναμφισβήτητη και είναι απρόσβλητος, επειδή παίρνει χίλιες προφυλάξεις.  Πάντα τον συνοδεύουν πέντε έως δέκα άντρες. Δύο ή τρεις κομιτατζήδες ανιχνεύουν το δρόμο πριν περάσει. Με τον παραμικρό συναγερμό βρίσκει σίγουρο καταφύγιο μέσα στους βράχους, σε κρυψώνες που μόνο αυτός γνωρίζει.  Μέχρι σήμερα (Δεκέμβρης 1904) οι Έλληνες έχουν υποχρεωθεί να του παραδώσουν 30.000 λίρες.

Παρακολουθώ την λειτουργία στο μοναστήρι του Αγίου Νικολάου. Οι Έλληνες ήρθαν σύσσωμοι εδώ, για να μου αποδείξουν ότι το σπαθί του Σαντάνσκι δεν κατάφερε να τους εξολοθρεύσει όλους. «Ότι και να κάνουν οι Βούλγαροι», μου λένε οι πρόκριτοι, «δεν θα καταφέρουν ποτέ να ξεριζώσουν το σπόρο του Ελληνισμού απ` τη βυζαντινή γη. Πάντα θα φυτρώνουν περισσότεροι Έλληνες απ` όσους θα μπορούν να θάβουν οι Σλάβοι».

Το μοναστήρι του Αγίου Νικολάου είναι χτισμένο στην κορφή ενός λόφου. Απ` αυτό το ύψος το βλέμμα μας βυθίζεται μακριά, πέρα από τους φανταστικούς πύργους του Μελένικου. Στα μάτια μας ξεκαθαρίζουν όλα αυτά τα σχήματα που τα νερά τα πολλαπλασιάζουν απεριόριστα.  Το βουνό απλώνει μπροστά μας τις σχισμένες, κομματιασμένες πλευρές του. Το κυρίως σώμα του είναι χαραγμένο. Σε κάθε ρωγμή τοποθετήθηκαν σπίτια. Το υπόλοιπο είναι ένα απερίγραπτο μπέρδεμα με κορφές, τριγωνικά, κωνικά, τετράπλευρα και κυκλικά σχήματα. Οι χείμαρροι σμίλεψαν όλες τις μορφές και χάραξαν όλα τα σχήματα…


«Βαλκάνιος Πραματευτής: Οδοιπορία μνήμης σε ελληνικές κοινότητες και παροικίες», Χρήστος Ζαφείρης

Μελένικο: Ο ακρίτας του ελληνισμού της ανατολικής Μακεδονίας

Λίγα μόλις χιλιόμετρα έξω από το μεθοριακό σταθμό του προμαχώνα Σερρών, μέσα σε μια βαθιά χαράδρα με ασβεστολιθικά πετρώματα, κρύβεται η πόλη Μελένικο, το αξιολογότερο πολιτιστικό κέντρο του ελληνισμού στο βόρειο τμήμα της Ανατολικής Μακεδονίας. Ένα μικρό εντυπωσιακό τουριστικό χωριό σήμερα της νότιας Βουλγαρίας, το Μέλνικ, ονομαστό για τη λαϊκή μακεδονική αρχιτεκτονική των σπιτιών του και το περίφημο κόκκινο κρασί, που το προτιμούσαν ιδιαίτερα οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες. Για αιώνες όμως το Μελένικο ήταν ακμαία ελληνική πόλη, όπου ο ελληνικός χαρακτήρας και η ελληνική γλώσσα κυριαρχούσαν αποκλειστικά στα σχολεία, την εκκλησία, το εμπόριο και την κοινωνική ζωή.

Το 1913 το Μελένικο, παρά τις καταστροφές που έπαθε στον ελληνοβουλγαρικό πόλεμο, ήταν μια γραφική πόλη με 500 ελληνικές οικογένειες, 80 οθωμανικές και 10 μόνο βουλγαρικές. Μόλις μαθεύτηκε ότι με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου, στις 28 Ιουλίου 1913, το Μελένικο επιδικάστηκε στη Βουλγαρία, οι Μελενικιώτες θορυβήθηκαν. Διαδήλωσαν τα εθνικά τους αισθήματα, καταφέρθηκαν κατά των ισχυρών για την άδικη απόφασή τους, αλλά διαπίστωναν ότι ήταν αδύνατο να μείνουν στον τόπο τους, καθώς το Μελένικο διαψεύσθηκε στους εθνικούς πόθους του και οι βουλγαρικές αρχές θα έρχονταν οριστικά να παραλάβουν τη διοίκηση της πόλης. Δυο μέρες μετά την υπογραφή της συνθήκης, στις 30 Ιουλίου, συνήλθε το συμβούλιο των κατοίκων και πήρε τη μεγάλη απόφαση. Να εγκαταλείψουν όλοι την προαιώνια πατρίδα τους και να μεταναστεύσουν στην Ελλάδα. Μπήκαν στις υπόγειες στοές, τις «τρυπητές», όπου διατηρούσαν το περίφημο κρασί στα μεγάλα βαρέλια, κι άνοιξαν τα πώματα ή έσπασαν τις δρύινες δόγες από τα κρασοβάγενα. Το μαύρο μελενικιώτικο κρασί μοσχοβολούσε καθώς κυλούσε σε κόκκινα ποτάμια μέσα στην πόλη. Σοδειές ολόκληρες, όχι μόνο της προηγούμενης παραγωγής, του 1912, αλλά δεκαετιών, έβαφε το γκρίζο αμμόχωμα του Μελένικου για να μη βρουν οι Βούλγαροι ούτε σταγόνα για να γιορτάσουν την άδικη ένταξη της ελληνικής πόλης στο κράτος τους. Οι Μελενικιώτες φόρτωσαν τα υπάρχοντά τους στα κάρα και τα ζώα και με τη βοήθεια του ελληνικού στρατού πέρασαν τα ελληνικά σύνορα ως πρόσφυγες.

Κατά τη μεγάλη έξοδο των Μελενικίων από τη πατρίδα εκτυλίχθηκαν συγκινητικές εικόνες που έμειναν ανεξίτηλες στη μνήμη των ξεριζωμένων και μεταφέρθηκαν ως δραματικό βίωμα στους απογόνους τους. «Ποίος θα λησμονήσει το θλιβερόν θέαμα του ασπασμού των θυρών και παραθύρων των κατοικιών των», γράφει ο συγγραφέας του Μελένικου Απόστολος Γκισδαβίδης. «Ότι δια τελευταίαν φοράν τα έβλεπον αυτά και ότι δια πάντα θα αποχωρίζοντο όλων αυτών που το όνειρόν των ήτο να γεράσωσι εκεί και να αποθάνωσι και να ταφώσι πλησίον των τάφων των προγόνων των… Άλλοι έπαιρναν χώμα από την αυλήν ή την εκκλησία των… Σπαραγμός καρδίας το θέαμα του αποχωρισμού τούτου και η βαθεία επίγνωσις του ξερριζωμού από το έδαφός των εις το οποίον έζησαν, ηγάπησαν, επόνεσαν και όπου επόθουν να αφήσωσι την τελευταίαν αυτών πνοήν…»


«Μεγάλη Στρατιωτική & Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια», έκδ. 1929, τόμος 4ος, σ.495

Μελένικον: Βουλγαρικόν χωρίον, κείμενον εἰς τούς πρόποδας τοῦ ὂρους Ὀρβηλου. Το Μελένικον, ἀξιόλογος ἂλλοτε πόλις, ἦτο στρατιωτική βυζαντινή ἀποικία, κτισθεῖσα κατά τόν 9ον αἰῶνα ἐπί τῆς σημαντικῆς ἀπό στρατηγικῆς ἀπόψεως αὐτῆς θέσεως, ἒνθα ὑψώθη και ἰσχυρόν φρούριον (αἱ Ζαγοραί) πρός ἀντιμετώπισιν τῶν Βουλγαρικῶν ἐκεῖθεν εἰσβολῶν. Διά τόν λόγον τοῦτον, ὑπέστη πολλάς περιπετείας καί ἐγνώρισε κατά τήν διαρροήν τῶν αἰώνων, διαφόρους κυρίους. Τό 1913 (1η Ἰουλίου), κατέλαβε το Μελένικον ἡ VI μεραρχία (Δελεγραμματίκας). Μετά τήν εἰρήνην τοῦ Βουκουρεστίου (28 Ἰουλίου 1913), τό Μελένικον παρέμεινεν εἰς τήν Βουλγαρίαν, οἱ δέ κάτοικοί του ἐγκατέλειψαν τάς ἑστίας των και παρηκολούθησαν τόν ἑλληνικόν στρατόν, ἲνα μή παραμείνωσιν ὑπό τήν βουλγαρικήν κυριαρχίαν.


Περιηγητικό βιβλίο του Τρύφωνος Ε. Ευαγγελίδου, Νέα Ελλάς , σ.156, εκδ. 1913

«Ἐπειδή ἐν Μελενοίκῳ ἀνεπτύχθη Ἑλληνικός πολιτισμός ἐν τοῖς νεωτέροις χρόνοις (διότι κατά τούς βυζαντινούς χρόνους, ὡς τά ἐν Θεσσαλίᾳ Μετέωρα, ἐθεωρεῖτο τόπος ἐξορίας τῶν πολιτικῶν ἐγκληματιῶν, τῶν μεγίστων οἰκογενειῶν, ὢν πολλαί σώζονται) διά τοῦτο ὁ Ἓλλην εκδρομεύς ὀφείλει να ἐπισκεφθῇ αὐτό, διότι ὁ κάματος τῆς ὁδοιπορίας θα ἱκανοποιηθῇ ἑκατοντεπλασίως ἐκ τοῦ ἐκπάγλου θεάματος τῆς μετεώρος πόλεως, τῆς δίκην φωλεᾶς, ἐπί τῶν βράχων, προσπεταλευμένης.

Τό Μελένοικον κεῖται ἐπί τῶν ὑπωρειῶν τοῦ Ὀρβηλου καί ἐπί τῆς ἀ. ὂχθης τοῦ Στρυμόνος, εἰς ἀπόστασιν 6 ὡρῶν τοῦ Νευροκοπίου καί 12 τῶν Σερρῶν. Τῶν κατοίκων αὐτοῦ εἰς 5000 ἀνερχομένων, 3500 εἶναι Ἑλληνομακεδόνες, οἱ δέ λοιποί Τοῦρκοι και Ἀθίγγανοι. Ἣτο πρωτεύουσα Καζᾶ καί ἒδρα Ἓλληνος μητροπολίτου, ἀπό του Ζ’μ.Χ. αἰῶνος. Ἒχει Ἑλληνικόν ἡμιγυμνάσιον καί ἂλλα σχολεῖα ἀρρένων καί θηλέων, οἱ δέ κάτοικοι αὐτῆς ἐκ μεγάλων βυζαντινῶν οἰκογενειῶν καταγόμενοι, διακρίνονται διά τήν εὐγένειαν καί τήν εὐρυμάθειαν αὐτῶν.

Παρ΄αὐτό κεῖται ἡ θαυμάσια Μονή Ροζινοῦ εἰς 45΄ἀπόστασιν μετά Βυζαντινοῦ ναοῦ καί πολλῶν κτημάτων καί δάσους ἀνήκοντος τῇ ἐν Ἁγἰῳ Ὁρει Μονῇ τῶν Ἰβήρων….»


Περικλέους Ἀλεξ. Ἀργυρόπουλου, Απομνημονεύματα, Ὁ Μακεδονικός Ἀγῶνας, Ι.Μ.Χ.Α

«Τήν 3ην Μαϊου (1904) συνοδευόμενος ἀπό τόν ἐπιθεωρητήν τῶν σχολείων μας Λάζαρον (πού ἀργότερα δολοφονήθηκε ἀπό τούς Βουλγάρους), ξεκίνησα διά Μελένικον. Πέρασα ἀπό Δεμίρ Ἰσσάρ καί Πετρίτσι, ὃπου διανυκτέρευσα εἰς ἓνα σπίτι. Ἐκεῖ μαζεύτηκε πολύς κόσμος περίεργος νά δῆ Ἓλληνα ἀπό τήν Παλαιάν Ἑλλάδα.
Ἐπέρασα μία νύκτα φρικτή. Οἱ κοριοί μοῦ ἐπετέθησαν κατά δεκάδας εἰς τό σκότος διότι, διά νά μην ἐπιστήσωμεν τήν προσοχήν τῶν ἀστυνομικῶν, μοῦ εἶχαν συστήσει νά μήν ἀνάψω φῶς. Τό πρωϊ ἀνεχώρησα, πέρασα ἀπό διάφορα χωριά, ὃπου ἐκίνησα τήν αὐτήν περιέργειαν μέ τό καπέλλο μου καί μέ τήν εἰδησιν, ὃ,τι ἒρχομαι ἀπό τάς Ἀθήνας, ίδίως τριῶν γερόντων, καθισμένων γύρω ἀπό μία βρύση. Την αὐτήν ἡμέραν, 4ην Μαϊου, ἒφθασα εἰς Μελένικον.

Ἡ πόλις κεῖται πρός βορρᾶν τῆς Ἀνατολικῆς Μακεδονίας. Τό ἀπότομον Περίν τήν χωρίζει ἀπό τό Νευροκόπιον. Ὁ δρόμος πρός τάς Σέρρας μέχρι Κούλας δέν εἶναι ἁμαξωτός, ἀλλά καί τόν χειμῶνα τά πολλά νερά, πού κατεβαίνουν ἀπό τό βουνό, δυσχεραίνουν ἀκόμη τήν συγκοινωνίαν. Τό Μελένικον εἶναι ἀπομεμονωμένο. Μέσα εἰς τήν πόλιν οἱ δρόμοι εἶναι ἐξαιρετικά ἀπότομοι.

Παλαιά πόλις τοῦ Βυζαντίου, τό Μελένικον ἦτο τόπος ἐξορίας τῶν μεγιστάνων τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Ἐκεῖ ἐξωρίσθησαν οἱ Κομνηνοί μετά τήν πτῶσιν τῆς Τραπεζοῦντος. Είς τάς ἐπιταφίους πλάκας ἀναγράφονται ὀνόματα παλαιῶν οἰκογενειῶν, πού μερικές σώζονται ἀκόμη. Ἓνας Δούσας ἐτάφη εἰς τά 1802, ἓνας Κουροπαλάτης εἰς τά 1801. Οἰκογένεια Κουροπαλάτη ζοῦσε ἀκόμη πρό ὀλίγου εἰς Μελένικον. Ἐξαιρέσει ἑνός, πού εἶχε ἓνα μεγάλο σπίτι, οἱ ἂλλοι εἶναι πτωχοί.
Ἀνεμιγνύοντο ἀνέκαθεν εἰς τά κοινοτικά, καί φοροῦσαν πράσινη ζώνη, τό χρῶμα τοῦ κόμματός τους εἰς τό Βυζάντιον. Οἱ Σπανοί (δηλαδή Ἰσπανοί) ἦσαν ἀντίπαλοί τους, ἀπόγονοι τῶν Καταλανῶν, οἱ ὁποῖοι μετά τήν ἦτταν των εἰς Σέρρας εἶχαν καταφύγει εἰς Μελένικον. Ἰσως καί ἂλλαι παλεαί οἰκογάνειαι ἐπιζοῦν ἀκόμη.

Σῲζονται παλαιαί μοναί, βυζαντινοῦ ρυθμοῦ, σάν τήν μονήν τοῦ Ἁγίου Νικολάου, μέ πολύτιμες ζωγραφιές, μίαν κεφαλήν τῆς Παναγίας καί ἂλλες ἀκόμη.
Ἐπίσης μία ἀφιέρωσις στή Μονή τῷ 1731 ἑνός Μαυρουδῆ, εἰς μνήμην τῆς μητέρας του, Κομνηνοῦ τό γένος, ἒργον ἑνός Κωνσταντίνου Ἰωαννίτου, ὃπως καί αἱ ἂλλαι τοιχογραφίαι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Πλησίον τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Νικολάου σῲζονται τά ἐρείπια βυζαντινοῦ φρουρίου, πού δεσπόζει τῆς εἰσόδου τῆς πόλεως. Ἀπέναντι ὑπῆρχε ἂλλο φρούριο.

Δύο φορές οἱ Σλαῦοι κατέλαβαν τήν πόλιν, οἱ μέν Βούλγαροι κατά τους ι΄ καί ια΄ αἰῶνας, τήν ἐποχήν τοῦ Βουλγαροκτόνου, οἱ δέ Σέρβοι κατά τήν Φραγκοκρατίαν. Τελευταίων νέα ἐπιδρομή τῶν Βουλγάρων. Εἰς τα 1895 ὁ Σαράφωφ ἐπυρπόλησε τήν τουρκικήν συνοικίαν, ὡς καί πολλά ἑλληνικά σπίτια, ἀναγκάσθηκε ὃμως νά ὑποχωρήσῃ μπροστά σε τουρκικές δυνάμεις, οἱ δέ κάτοικοι ἒμειναν πιστοί εἰς τάς ἑλληνικάς παραδόσεις καί δέν μπόρεσε ὁ Σαράφωφ νά τούς παρασύρῃ οὒτε νά τούς ἐπιβληθῇ παρά τήν συστηματικήν καταστροφήν ἓξι πέριξ χωρίων καί τῶν ἀμπέλων σχεδόν ὃλης τῆς περιοχῆς. Το Μελένικον παρέμεινε ἑλληνικόν. Πατοῦσα ἱερόν ἒδαφος…»


«Μακεδονία: Οι φυλές της και το μέλλον τους», Henry Noel Brailsford, 1906

…Τότε, όπως και τώρα, οι Έλληνες ήταν πιθανώς περιορισμένοι σε λίγα οχυρωμένα κέντρα όπως το Μελένικο. Το Μελένικο, αν και περιβάλλεται εντελώς από ένα επιθετικό Βουλγάρικο αγροτικό πληθυσμό, είναι ένα από τα πιο αδιαμφισβήτητα Ελληνικά κέντρα σε όλη την Ανατολή. Κρυμμένο σε μια σχισμή, σε μια πλαγιά του βουνού που έχει αψηφήσει το χρόνο, τους Βούλγαρους και τους Τούρκους με την ίδια επιτυχία. Είναι ακόμα μια βυζαντινή πόλη. Οι άνθρωποί της μέχρι πριν από λίγα χρόνια ήταν αυστηρά διαιρεμένοι σε πληβείους και πατρικίους, που δεν παντρευόταν μεταξύ τους και είχαν μικρή κοινωνική επαφή. Μεταξύ των πατρικίων ονόματα όπως Λάσκαρης, Κομνηνός και Παλαιολόγος, υπάρχουν ακόμη. Αν είχε υπάρξει ποτέ ελληνικός πληθυσμός στην εσωτερική Μακεδονία, κανείς δε μπορεί να δει τον λόγο να ήταν λιγότερο επιτυχής στη αυτοδιατήρησή του από αυτή τη Βυζαντινή αποικία, το Μελένικο. Οι συνθήκες εκεί – η απομόνωση, η απόσταση από τη θάλασσα, και οι ξένοι γείτονες – φαίνονται αρκετά δυσμενείς…

 


«Η ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΤΟΥ ΜΕΛΕΝΙΚΟΥ», Εφημερίδα «Το Άστυ», αρ. φύλ. 1852, 15.01.1896

Η ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΤΟΥ ΜΕΛΕΝΙΚΟΥ
Ἡ ἀποτέφρωσις αὐτῆς. – Αἱ ζημίαι. – Ὁ μητροπολίτης εἰς τοὺς δρόμους

Πυρκαϊὰ ἐκραγεῖσα ἐκ τοῦ πρὸς τὸν κῆπον δωματίου τῆς μητροπόλεως Μελενίκου, ἄγνωστον καὶ ἀνεξήγητον πῶς, κατὰ τὴν 9 τουρκιστὶ τῆς ἡμέρας τῆς 30 Δεκεμβρίου 1895, ἀπετέφρωσεν ἐντὸς ὀλίγων ὡρῶν τὴν μεγαλοπρεπεστάτην μητρόπολιν, κτισθεῖσαν ἐπὶ Διονυσίου τοῦ ἀρχιερέως, καὶ τὸν ἀρχαιότατον μητροπολιτικὸν ναὸν τοῦ ἁγίου Νικολάου. Τὸ πῦρ ἐκραγέν, καθ’ ἣν ὥραν οἱ κάτοικοι ἀγοράζοντες τὰ χρειώδη διὰ τὴν ἑπομένην ἑσπέραν τοῦ Ἁγίου Βασιλείου ἔμελλον μετ’ εὐθυμιῶν νὰ ὑποδεχθῶσι τὸ νέον ἔτος, ἔλαβε μεγάλας διαστάσεις, προξενῆσαν ζημίαν χιλίων μὲν λιρῶν εἰς τὸν μητροπολίτην Μελενίκου Κωνσταντῖνον καὶ 5,000 λιρῶν εἰς τὴν κοινότητα.

Τὸ πῦρ ἐξ ἀπροόπτου ἐξαπλωθὲν καθ’ ἅπαν τὸ ἄνω πάτωμα τῆς μητροπόλεως, δὲν ἐπέτρεψε νὰ διασώσωσι καὶ τὰ πολυτιμότερα πράγματα. Οἱ χριστιανοὶ τοῦ Μελενίκου, καίπερ καὶ αὐτοὶ παθόντες καὶ ἀπολέσαντες τὴν ἱερὰν αὐτῶν μητρόπολιν καὶ τὸν ναόν των, πρὸ πάντων δὲ ἀρχαιότατα καὶ πολύτιμα βυζαντινὰ κειμήλια, οὐχ ἧττον ὅμως ἔσπευσαν νὰ παρηγορήσωσι τὸν προσφιλῆ μητροπολίτην αὐτῶν, προσφέροντες ἕκαστος τὰ ἀναγκαιοῦντα καὶ φιλοξενοῦντες αὐτὸν ἐν ταῖς οἰκίαις των.