Ειρήνη Λασκαρίδου (1898-1958)

Η Ειρήνη Λασκαρίδου γεννήθηκε το 1898 στην  Αθήνα  και  μεγάλωσε  με  τις  δύο  αδερφές  της  σε  ένα  πλούσιο  σε ερεθίσματα περιβάλλον. Οι γονείς της ήταν ευγενείς και διανοούμενοι˙ ο πατέρας της,  Λάσκαρης  Λασκαρίδης,  ήταν  απόγονος  του αυτοκρατορικού  γένους  των Λασκαρέων του Βυζαντίου, ενώ η μητέρα της, Αικατερίνη Λασκαρίδου-Χρηστομάνου, του Μελενίκιου γένους των Χρηστομάνων, σπουδαία παιδαγωγός,  η  οποία  εργάστηκε  με  ζήλο  για  την  αναμόρφωση  της  γυναικείας εκπαίδευσης.

Το  περιβάλλον  που  ζει  και  κινείται  η  Ειρήνη  Λασκαρίδου  είναι  υψηλού πνευματικού επιπέδου με αποτέλεσμα και η ίδια να λάβει ανάλογη μόρφωση. Ύστερα από υπόδειξη του γνωστού φιλολόγου Δ. Βικέλα μετέβη στο εξωτερικό, στη Γαλλία και φοίτησε επί ένα χρόνο στη Σχολή Τυφλών της Μελούζης. Εφόσον, έλαβε το σχετικό  προς  τις  σπουδές  της  δίπλωμα,  περιήλθε  από  διάφορες  χώρες,  όπως  η Σουηδία  και  η  Γερμανία,  για  να  παρακολουθήσει  επιπρόσθετα  μαθήματα  και  να συμπληρώσει τις γνώσεις της στην εκπαίδευση των τυφλών.

Κατόπιν, η Ειρήνη Λασκαρίδου επέστρεψε στην Ελλάδα και επιδόθηκε σε μια προσπάθεια πραγμάτωσης του έργου για το οποίο προετοιμαζόταν τόσο καιρό σε θεωρητικό επίπεδο, την ίδρυση, δηλαδή, μιας Σχολής Τυφλών. Πράγματι, το 1907 ιδρύεται  στην  Καλλιθέα  της  Αθήνας  η  πρώτη  σχολή  εκπαίδευσης  τυφλών,  ο λεγόμενος «Οίκος Τυφλών».

Η Ειρήνη Λασκαρίδου αναλαμβάνει τη διεύθυνση του Οίκου  και  όντας  διαποτισμένη  από  τα  φιλάνθρωπα αισθήματα  που  της  είχε εμφυσήσει η μητέρα της αφοσιώνεται ψυχή και σώματι στη φροντίδα των τυφλών παιδιών.  Ούτε  το  ευτυχές  γεγονός  του  γάμου  της  το 1915 δεν  την  εμπόδισε  να εξακολουθεί να επιδεικνύει «στοργήν και ζήλον υπέρ  της σχολής».  Λίγα χρόνια νωρίτερα, το 1910, η Ερήνη Λασκαρίδου όντας διευθύντρια του «Οίκου Τυφλών» εκπροσώπησε τη χώρα μας στο παγκόσμιο τυφλολογικό συνέδριο της Βιέννης. Με τα λίγα μέσα που διέθετε εξέθεσε τα χειροτεχνήματα των τυφλών παιδιών της Σχολής και έλαβε το πρώτο βραβείο˙ απέδειξε έμπρακτα τα επιτυχή αποτελέσματα  της  Σχολής.  Η  Εφορεία  αναφέρει,  μάλιστα,  τα  ακόλουθα:  «…η Διευθύντρια αντεπροσώπευσεν επάξιως τον Οίκο Τυφλών και συνετέλεσεν, ώστε το Εθνικόν  ημών  ίδρυμα  να  καταλάβη  ίσην  μοίραν   εν  τη  χορεία  των  πολιτισμένων Κρατών,  πολλά  δε  απεκόμισεν  τα  διδάγματα».  Ωστόσο,  η  Ειρήνη  Λασκαρίδου αναφωνεί και καταγγέλει με παράπονο την κρατική αδιαφορία: «Ω! Αν είχομεν τα ποσά,  άτινα  οι  κυβερνήσεις  των  πλείστων  ευρωπαϊκών  κρατών  διαθέτουν,  ίνα καταστήσωσιν  υποχρεωτικήν  την  εκπαίδευσιν  των  τυφλών,  πόσο  ευρύτερα  και κοινωφελεστέρα  θα  καθίστατο  η  υπέρ  των  τυφλών  της  Ελλάδος  δράσις  ημών».

Παρέμεινε στη θέση της διευθύντριας και μετά το θάνατο της μητέρας το 1916, οπότε και τη διαδέχτηκε στη θέση του προέδρου του εκπαιδευτικού τμήματος του «Πατριωτικού Συνδέσμου».   Εντούτοις,  το 1936 ύστερα  από  τριανταετή  μόχθο  η  Ειρήνη  Λασκαρίδου απομακρύνεται οικειοθελώς από τη διεύθυνση του Οίκου. Ο λόγος που αποφάσισε να παραιτηθεί διατυπώνεται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο από την ίδια στην αίτηση της: «Μη  δυναμένη να συμμορφωθώ προς του υπό της Σεβαστής Εφορείας επιβληθέντα νέου  κανονισμού,  όστις  διασπά  ολεθρίως  την  ενότητα  της  Διοικήσεως  του  Οίκου Τυφλών  και  απο  δημιουργού  με  μεταβάλλει  εις  απλούν  όργανον  εκτελέσεως αποφάσεων,…ευρίσκομαι  ηναγκασμένη  να  υποβάλλω  την  παραίτησιν  μου  από  του αξιώματος της Διευθύνσεως του Οίκου». Η Ειρήνη Λασκαρίδου γνωρίζει σε όλους ότι  δεν  επιθυμεί  να  είναι  ένα  άβουλο  εκτελεστικό  όργανο,  το  οποίο  εφαρμόζει οδηγίες  χωρίς  να  κρίνει  και  να  εκφράζει  άποψη.  Για  την  ίδια  σημασία  έχει  η καρποφόρα για τα τυφλά παιδιά δραστηριότητα της και δε διστάζει να παραιτηθεί εφόσον  αναιρείται  αυτή  η  δυνατότητα,  της  ελεύθερης   και  δημιουργικής απασχόλησης.  Η  στάση  που  τηρεί  η  Ειρήνη  Λασκαρίδου  υποδηλώνει  πόσο
συνειδητοποιημένη  παιδαγωγός  και  ενεργή  διευθύντρια  υπήρξε.  Η  Εφορεία αποδέχτηκε την παραίτηση της και της απένειμε ως φόρο τιμής για την πολύτιμη και πολυετή προσφορά της τον τίτλο της Επιτίμου Συμβούλου του Ιδρύματος.

Η  παραίτηση  της  Ειρήνης  Λασκαρίδου  δε   σηματοδότησε  την  παύση  της φιλάνθρωπης και παιδευτικής δραστηριότητας της.  Αργότερα, το 1938 ιδρύει σε δικό της οίκημα στο Μαρούσι το σύλλογο «Οι φίλοι των τυφλών», του οποίου ήταν ισόβια πρόεδρος. Ο εν λόγω σύλλογος περισυνέλεξε τις πρώτες μορφωμένες της Ελλάδος τυφλές γυναίκες και όσες έχασαν την όραση τους σε μεγαλύτερη ηλικία, οπότε δε μπορούσαν  να  γίνουν  δεκτές  στον  Οίκο  Τυφλών.  Σύμφωνα  με  τον  Εσωτερικό Κανονισμό ο σύλλογος δεχόταν νέες 18-25 ετών και οι εισαγωγές λάμβαναν χώρα τον Οκτώβριο. Ο αριθμός των εισακτέων εξαρτιόταν από τον αριθμό των κενών θέσεων και δεν υπερέβαινε τα 15 άτομα. Η φοίτηση οριζόταν το μέγιστο σε τριετής και κατά τη διάρκεια της οι τυφλές διδάσκονταν γράμματα, επαγγέλματα, μουσική, οικοκυρική, ό, τι ανύψωνε το  ηθικό τους.

Εξίσου  αξιόλογη  ήταν  και  η  συγγραφική  δραστηριότητα  της  Ειρήνης Λασκαρίδου, η οποία, όπως ήταν φυσικό, επικεντρώθηκε σε βιβλία σχετικά με τη μέθοδο  Μπράιγ  και  τη  μορφωτική  διαδικασία.  Ο  κατάλογος  των πωλούμενων βιβλίων, που εκδόθηκε το 1931 από το τυπογραφείο του Οίκου Τυφλών παρουσιάζει την  Ειρήνη  Λασκαρίδου  δημιουργό  των  ακόλουθων  έργων:  Πρώτον   Ελληνικόν Αλφαβητάριον, Πρώτον Ελληνικόν Αναγνωσματάριον, Πρώτη Ελληνική Γραμματική Στιγμογραφία, Εκδρομή δύο παίδων, Επιστολαί του 1910, Χριστούγεννα και Νέον Έτος 1917 και Ελληνική Χρηστομάθεια, Α΄μέρος-Μύθοι. Τα έργα αυτά ήταν παραδοτέα στη σχολή, η οποία δεν αναλάμβανε αποστολές˙ είχε ορίσει μια ημέρα της εβδομάδας, συγκεκριμένα την Πέμπτη, που το κοινό μπορούσε να προσέλθει και να αγοράσει. Επίσης ήταν δυνατή η μεταγραφή βιβλίων εις τη μέθοδο των Τυφλών αρκεί να είχε προηγηθεί  παραγγελία.  Στην  ιδία  ανήκει  και  το  έργο  Πως  να  μορφώσουμεν ανθρώπους, στο οποίο παρουσιάζει τις αντιλήψεις της μητέρας της, Αικατερίνης Λασκαρίδου,  για  την  πορεία  και  τον  τρόπο  διαμόρφωσης «καλών»  ανθρώπων. Εξίσου αξιόλογα είναι τα μυθιστορήματα: Κρυφοί Καημοί (1944) και Στέλλα (1947).

Πέθανε το 1958.