Η Μακεδονία στην επανάσταση του 1821 και ο ρόλος του Αν. Πολυζωίδη στη διοικητική οργάνωση του νεοσύστατου Ελληνικού κράτους.

Οι Μακεδόνες δεν μπορούν να ζούνε σκλαβωμένοι
όλα και αν τα χάσανε, η λευτεριά τους μένει.
(Δημοτικό)

Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης και της Θεσσαλονίκης από τους Οθωμανούς οι Μακεδόνες φορτώθηκαν το σταυρό του μαρτυρίου και ανέβαιναν με προπηλακισμούς και μαστιγώσεις το Γολγοθά της σκλαβιάς. Η βάναυση όμως αυτή συμπεριφορά των κατακτητών δεν κατάφερε να σβήσει τη φλόγα της ελευθερίας από την καρδιά των Μακεδόνων που προσπαθώντας να βρουν το δρόμο της ελευθερίας ξεσηκώθηκαν είκοσι φορές από το 1945 έως το 1812. Όλες οι εξεγέρσεις απέτυχαν και πνίγηκαν στο αίμα γιατί στην Μακεδονία έδρευαν μεγάλες Τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις και ήταν το ορμητήριό τους για τα Βαλκάνια και την Κεντρική Ευρώπη. Παρόλα αυτά απτόητοι οι Μακεδόνες ξεσηκώθηκαν και αυτοί μαζί με τους υπόλοιπους Έλληνες το 1821. Για τους προαναφερόμενους όμως λόγους η συμμετοχή τους στον Εθνικό ξεσηκωμό του 1821 πνίγηκε στο αίμα. Στις 17-3-1821 υπό την αρχηγία του Σερραίου Εμμ. Παππά επαναστάτες εξολόθρευσαν την Τουρκική φρουρά Πολυγύρου Χαλκιδικής. Μόλις η είδηση έφθασε στη Θεσσαλονίκη το ίδιο βράδυ εκτελέστηκαν στις φυλακές Διοικητηρίου οι μισοί όμηροι που κρατούσαν εκεί οι Τούρκοι. Συνελήφθησαν ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης και επτά δημογέροντες, οι οποίοι στην αγορά “Καπάνι” κατακρεουργήθηκαν από τον τουρκικό όχλο. Κατόπιν το μαινόμενο πλήθος κατευθύνθηκε στη Μητρόπολη (Άγιο Μηνά) στο εσωτερικό της οποίας και στον αυλόγυρο βρίσκονταν 2000 Έλληνες. Η σφαγή που ακολούθησε υπερβαίνει τα όρια κάθε περιγραφής. Όμως παρά τα δεινά των Θεσσαλονικέων η επανάσταση εξαπλώθηκε στο Λαγκαδά, στο Άγιο Όρος, στη Θάσο και σ’ όλη τη Χαλκιδική. Για τους γνωστούς λόγους όμως μέχρι τον Οκτώβριο του ίδιου έτους καταπνίγηκε στο αίμα. Στη γενέτειρα του υποκινητή και αρχηγού της Μακεδονικής επανάστασης του 1821, Εμμανουήλ Παππά στις Σέρρες, η εξέγερση των Ελλήνων προετοιμαζόταν από τον Απρίλιο με πρωτεργάτες το Μητροπολίτη Χρύσανθο, τους προκρίτους, τους αδελφούς  Σκανδάλη και τον πατέρα του αγωνιστή Ν. Κασομούλη που δρούσε ως έμπορος στην πόλη των Σερρών. Όλοι οι προαναφερόμενοι ήταν μέλη της Φιλικής Εταιρείας. Η παρουσία όμως στην πόλη μεγάλης στρατιωτικής δύναμης Τουρκαλβανών υπό την ηγεσία του Γιουσούφ Μπέη και ο πυκνός τουρκικός πληθυσμός εντός και εκτός Σερρών ενεργούσε ως ανασταλτικός παράγοντας για την εξέγερση στην περιοχή. Αυτός ο Τουρκικός πληθυσμός όταν πληροφορήθηκε ότι : α) αρχηγός της εξέγερσης στην Ανατολική Μακεδονία και Χαλκιδική ήταν ο Σερραίος Εμμ. Παππάς και β) επαναστατικά καράβια θεάθηκαν στο λιμάνι του Τσάγιαζι (περιοχή Αμφίπολης) οργίστηκαν τόσο που ετοίμασαν γενική σφαγή των Ελλήνων. Στις 8-5-1821 φανατικές ομάδες Βασιβουζούκων κατέκλυσαν την αγορά σφάζοντας δυο Ελληνίδες, έναν φούρναρη, ένα χρυσοχόο, ενώ ταυτόχρονα λεηλατούσαν και κατέστρεφαν καταστήματα Χριστιανών. Ο Μητροπολίτης μόλις πληροφορήθηκε τα συμβάντα, έφιππος έτρεξε στο Διοικητήριο και κατήγγειλε στον Καϊμακάμη τις βιαιότητες. Ο Καϊμακάμης που δεν συμμερίζονταν τις ιδέες των φανατικών αλλά και επηρεασμένος από την θαρραλέα στάση και εξαιρετική προσωπικότητα του Μητροπολίτη, έτρεξε έφιππος με ομάδα εφίππων χωροφυλάκων στην αγορά και με δυνατή φωνή απείλησε τους Τούρκους ότι θα εκτελέσει επί τόπου ομόθρησκό του εάν πείραζε χριστιανό. Έτσι ανήμερα της γιορτής του Ευαγγελιστή Ιωάννου του Θεολόγου (8 Μαΐου) οι Σερραίοι γλίτωσαν τη σφαγή. Το 1835 οι πατέρες της μονής Τιμίου Προδρόμου, σε ανάμνηση του γεγονότος εκείνοι, ανήγειραν στη συνοικία Καμενίκια ναό στο όνομα του Ιωάννη του Θεολόγου. Στην περιοχή του Δεμίρ – Ισσάρ (Σιδηρόκαστρο) από το 1816 έως το 1820 ενέσκηψε επιδημία πανώλης που αποδεκάτισε σχεδόν τους περισσότερους Τούρκους και οι διασωθέντες έφυγαν από την κωμόπολη. Στις έρημες Τούρκικες συνοικίες εγκαταστάθηκαν έποικοι από το Μελένικο, τα γύρω χωριά και άλλα μέρη της Ελλάδας. Έτσι εφόσον η πλειοψηφία των κατοίκων ήταν Έλληνες, δεν υφίσταντο λόγοι εξέγερσης κατά των Τούρκων. Στο γειτονικό Μελένικο, εκτός από την επιδημία πανώλης  που άρχισε το 1816 διοικητής ήταν ο αδίστακτος Μουστά – μπέης, ο οποίος με βιαιότητες τρομοκρατούσε όλο στον Καζά (επαρχία Μελενίκου). Όμως παρά τη στυγνή τρομοκρατία του οι Μελενικιώτες λίγο πριν την έκρηξη της εθνεγερσίας του 1821, έδωσαν άσυλο στον απόστολο της Φιλικής Εταιρείας Παπαφλέσσα, που κατευθυνόμενος στη Βλαχιά κινδύνευσε να συλληφθεί κοντά στις Σέρρες από τους Τούρκους οι οποίοι τον ακολουθούσαν κατά πόδας. Με κίνδυνο της ζωής τους οι Μελενικιώτες τον φυγάδευσαν στη Βλαχιά. Το 1822 ξέσπασαν επαναστάσεις στο Βέρμιο, στην Πιερία, στον Όλυμπο. Στις 19-2-1822 εξεγέρθηκε η Νάουσα με αρχηγούς τον Ζαφειράκη και τον Καρατάσο. Ο αγώνας κράτησε δυο μήνες. Στις 13 Απριλίου οι Τούρκοι μπήκαν στην πόλη σφάζοντας και λεηλατώντας. Δεκατρία κορίτσια έπεσαν στον καταρράκτη της Αραπίτσας και ο Ζαφειράκης σκοτώθηκε σε μάχη κοντά στη Βέροια. Ο Καρατάσος διέφυγε με 300 αγωνιστές στο Μεσολόγγι.

Μετά την αποτυχία της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 στη Μακεδονία πολλοί Μακεδόνες πολεμιστές κατέφυγαν στη νότιο Ελλάδα, όπου συνέχισαν τον αγώνα μαζί με τους άλλους Έλληνες πολεμώντας είτε στη Μακεδονική φάλαγγα που είχε δημιουργηθεί τότε υπό την ηγεσία του Τ. Καρατάσου είτε κάτω  από άλλους αρχηγούς. Παράλληλα με τους πολεμιστές πολλοί διανοούμενοι από την Μακεδονία, Θεσσαλία και νησιά, καθώς και φοιτητές που σπούδαζαν στην Εσπερία (Ευρώπη) κατέβηκαν στην αγωνιζόμενη Ελλάδα για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στον αγώνα της ανεξαρτησίας. Την εποχή εκείνη ήταν μεγάλη η έλλειψη μορφωμένων ανδρών και προπαντός ανδρών ειδικευμένων στα Νομικά, Οικονομικά, Διοικητικά. Όσοι από τους προαναφερόμενους κατέβηκαν στην Ελλάδα χρησιμοποιήθηκαν αμέσως στην οργάνωση και λειτουργία της νέας κρατικής μηχανής. Ένας από τους φοιτητές που σπούδαζαν στην Ευρώπη και ενθουσιασμένος από το νέο της Εθνεγερσίας εγκατέλειψε τις σπουδές για να έρθει στην αγωνιζόμενη Ελλάδα ήταν ο Μελενικιώτης Αν. Πολυζωίδης.

Μετά από ένα παράτολμο και επικίνδυνο θαλασσινό ταξίδι από την Τεργέστη μαζί με τον Αλ. Μαυροκορδάτο, ως μέλος του επιτελείου του, στις αρχές Σεπτεμβρίου 1821 ήρθε στην Ελλάδα. Από την πρώτη στιγμή της αφίξεώς του στο Μεσολόγγι έγινε μόνιμος γραμματέας του Μαυροκορδάτου, βοηθώντας τον με τις γνώσεις τη γραφίδα και τη μαχητικότητά του. Όταν η Διοίκηση (Κυβέρνηση δηλαδή) εγκαταστάθηκε στην Κόρινθο, διορίστηκε Γραμματέας του εκτελεστικού σώματος ή όπως θα λέγαμε σήμερα Γραμματέας του Υπουργικού συμβουλίου του οποίου Πρωθυπουργός (Γενικός Γραμματέας της Διοίκησης) ήταν ο Μαυροκορδάτος. Με την ιδιότητα αυτή ο Πολυζωίδης πήρε μέρος στις εργασίες της Α’ Εθνοσυνέλευσης της Επιδαύρου συντάσσοντας το “Προσωρινό Πολίτευμα” της 1ης Ιανουαρίου 1822 και την περίφημη Διακήρυξη της 15ης Ιανουαρίου 1822 που προσαρτήστηκε στο πρώτο “Ελληνικό πολίτευμα” της 20ης Ιανουαρίου 1822 που ψηφίστηκε από την πρώτη εκείνη Εθνοσυνέλευση. Η Διακήρυξη αυτή έκανε τέτοια εντύπωση σ’ όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες ώστε, για την τόση σπουδαιότητά της, αποδόθηκε στον Ιωάννη Καποδίστρια που βρισκόταν τότε στην Ελβετία. Την φήμη αυτή την διαψεύδει ο ίδιος ο Πολυζωίδης στο 2ο τόμο του βιβλίου “Ελληνικά” σελ. 318 (Α’ έκδοση 1870) : “Η περί ης ο λόγος Διακήρυξις υπήρξε σχεδίασμα ημέτερον, συνταχθέν κατά προτροπήν του τότε προέδρου της πρώτης Εθνικής συνελεύσεως Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου. Το γεγονός δε τούτο, μαρτυρούμενον και βεβαιούμενον παρ’ αυτού, ζώντος έτι του αειμνήστου ανδρός, ανακοινώσαμεν ήδη προ πολλού, απομνημονεύσεως ένεκεν, εις τον ημέτερον ιστορικόν της Ελληνικής Επαναστάσεως Σπυρ. Τρικούπην, οτ’ εξεδίδετο το σύγγραμά του εν Λονδίνω…. Αλλά κυρίως να ανασκευάσωμεν την εν τοις Απομνημονεύσι του μακαρίτου Ν. Σπηλιάδου παρεισδύσασαν ψευδή και προσβλητικήν φήμην πως δια τους εν Επιδαύρω συνελθόντα, ότι δηλαδή μηδενός όντος (κατ’ αυτόν) εκεί ικανού να συντάξει τοιούτον έγγραφον, εδέησε να σταλεί τούτο έξωθεν (εκ Γενεύης) δια του Κοντουμά παραγενομένου κατά την εγκαθίδρυσιν της πρώτης Κυβερνήσεως εις Κόρινθον, ως συγγραφέα δ’ εκείνου ο αγαθός Σπηλιάδης, αινίττεται (επαινεί δηλαδή) πάντως τον εν τη ειρειμένη Ελβετική πόλει τότε διατρίβοντα περιώνυμον διπλωμάτην Ι. Καποδίστρια τούθ’ όπερ δεν έχεται ουδαμώς αληθείας”. Την εποχή της συντάξεως της Διακήρυξης ο Πολυζωίδης ήταν 20 ετών. Αλλά η εξαιρετική του μόρφωση είχε επιβληθεί στους πάντες. Μετά την Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου ακολούθησε το Μαυροκορδάτο στο πολιορκημένο Μεσολόγγι, αλλάζοντας ανάλογα με την περίπτωση την γραφίδα με το ντουφέκι. ΤΟ 1823 στάλθηκε από το Μεσολόγγι ως ειδικός στα οικονομικά, μαζί με τον Λουριώτη και τον Ορλάντο στο Λονδίνο, για την σύναψη του πρώτου δανείου του επαναστατικού αγώνα, το οποίο και πέτυχαν μέσα σε λίγες μέρες. Για τις ενέργειες της τριμελούς επιτροπής μίλησε στο Βουλευτικό σώμα στις 21-4-1824 όπου καταχειροκροτήθηκε. Η συνέλευση της Δυτικής Ελλάδας τον ανακήρυξε μαζί με το Μαυροκορδάτο στις 23-12-1824 “Πολίτη της” για τις πολλές υπηρεσίες στην Πατρίδα. Το 1827 εκλέχθηκε πληρεξούσιος (Βουλευτής) στην Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνος, όπου πρώτος αυτός σήκωσε φωνή για ένωση των αντιμαχόμενων παρατάξεων και με τον ωραίο πατριωτικό του λόγο συνέβαλε στην κατασίγαση των παθών.

Μετά την ήττα του Τουρκοαιγυπτιακού στόλου στην ναυμαχία του Ναυαρίνου το 1827 πιστεύοντας ότι η επανάσταση τελείωσε, έφυγε στο Παρίσι για να συμπληρώσει τις νομικές του σπουδές. Μετά το πτυχίο γύρισε στην Ελλάδα και ασχολήθηκε με την πολιτική. Κυβερνήτης της Ελλάδος ήταν τώρα ο Καποδίστριας, που προσπαθούσε να συγκεντρώσει στα χέρια του όλες τις εξουσίες και να κυβερνήσει σαν μονάρχης. Όμως ο φιλελεύθερος Πολυζωίδης, που ήταν ποτισμένος με τα κηρύγματα της πρόσφατης Γαλλικής Επανάστασης, δεν μπορούσε να ανεχθεί σύστημα Διοίκησης που όπως έλεγε, θα έκανε δούλο ένα λαό που μόλις απέκτησε την ελευθερία του. Ικανότατος χειριστής της πένας ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Γι’ αυτό εξέδωσε την εφημερίδα “Απόλλων” με την οποία άσκησε σκληρή κριτική στο Κυβερνητικό έργο μαζί με την εφημερίδα “Ηώ” του Αντωνιάδη. Αλλά και ο Κοραής, πρώην φίλος του Καποδίστρια, ο οποίος ζούσε στην καρδιά της Γαλλικής Επανάστασης, επέκρινε τον Κυβερνήτη με φυλλάδια και συχνά έλεγε : “από κανένα ουδ’ αυτόν τον Σωκράτη δεν υποφέρω να κυβερνάται η Ελλάς, πλην από μόνους τους νόμους κοινοβουλευτικού συνεδρίου, με πρόεδρον ετήσιον ή διετή”. Ο Πολυζωίδης αντιπολιτεύτηκε τον Καποδίστρια όχι γιατί ήταν φίλος του Μαυροκορδάτου ή για προσωπικά οφέλη. Καυτηρίαζε με πύρινα άρθρα στην εφημερίδα τις αυθαιρεσίες της Κυβέρνησης. Δηλαδή το συστηματικό παραγκωνισμό των αγωνιστών. Την εύνοια στους συγγενείς. Τα αδέλφια του Καποδίστρια, Αυγουστίνος και Βίαρρος διορίστηκαν σε θέσεις από τις οποίες έγιναν τύρρανοι του λαού. Την ανάμιξη των αντιπροσώπων των προστάτιδων δυνάμεων υπέρ ή κατά του Κυβερνήτη. Ο “Απόλλων” φιλοξενούσε άρθρα και ανοιχτές επιστολές προς τον Κυβερνήτη, αντιπολιτευομένων, αγωνιστών του 1821, προέδρων κοινοτήτων και νησιών με αποκαλύψεις για διάφορα σκάνδαλα και αυθαιρεσίες του ίδιου και των υπουργών του. Η απάντηση στα δημοσιεύματα της εφημερίδας ήταν η δίωξη του Πολυζωίδη με ανήθικα μέσα. Μαζί με άλλους 13 αντιπολιτευόμενους καταδιώχθηκε αλλά κατόρθωσε να γλιτώσει και σώθηκε από δολοφονική επίθεση του Θ. Κολοκοτρώνη και των οπαδών του, που ήταν φίλοι του Καποδίστρια, ξεφεύγοντας με βάρκα στην Ύδρα. Εκεί μετέφερε και το τυπογραφείο του και συνέχισε την έκδοση της εφημερίδας του. Στις 27-9-1831 ο Καποδίστριας δολοφονήθηκε από τους Μαυρομιχαλαίους έξω από την Εκκλησία του Αγ. Σπυρίδωνα στο Ναύπλιο. Ο Πολυζωίδης κρίνοντας την πράξη ως άνθρωπος την δολοφονία καταδίκασε την πράξη. Σαν πράξη όμως πολιτικής σημασίας τη βρήκε σωστή. Μετά τη δολοφονία ο “Απόλλων” έπαψε να εκδίδεται, διότι όπως έγραψε ο Πολυζωίδης  “… σκοπός της συστάσεως της παρούσης εφημερίδος ήτο η εκπόμπευσις της αυθαιρεσίας του Καποδιστριακού συστήματος. Ο σκοπός ούτος εκπληρώθη…” Μετά τη δολοφονία του Κυβερνήτη εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα Αντιβασιλεία ώσπου να ενηλικιωθεί ο βασιλιάς Όθωνας. Η κατάσταση όμως που επικρατούσε στη χώρα από κάθε άποψη ήταν τραγική. Η εκπαίδευση, η γεωργία, και ειδικά τα οικονομικά σε χαώδη κατάσταση. Οι Έλληνες ήταν διαιρεμένοι σε “αυτόχθονες” και “ετερόχθονες” δηλαδή σε γηγενείς και πρόσφυγες από τα υπόδουλα μέρη. Η Αντιβασιλεία με νόμους προσπάθησε να διορθώσει την κατάσταση. Όμως η αντιπολίτευση που δημιουργήθηκε από τους πρώην οπαδούς του Καποδίστρια και την μερίδα των Ρωσόφιλων, άρχισε να παρενοχλεί σοβαρά την Αντιβασιλεία. Αρχηγός αυτής της αντιπολίτευσης θεωρήθηκε ο Θ. Κολοκοτρώνης που οι οπαδοί του προσπαθούσαν να εγείρουν το λαό σε εξέγερση κατά της εξουσίας. Έτσι στις 7-9-1833 η Αντιβασιλεία συνέλαβε τον Θ. Κολοκοτρώνη, Κ. Πλαπούτα, Κ. Τζαβέλλα, Ι. Μαμούρη, Τ. Καρατάσο και άλλους φυλακίζοντας άλλους στο Ιτσ-Καλέ του Ναυπλίου και άλλους στο Μπούρτζι. Οι συλλήψεις αυτές έγιναν χωρίς χειροπιαστά στοιχεία αλλά με απλή υπόνοια  ότι αυτοί ήταν οι υποκινητές της εξέγερσης. Ο εκπρόσωπος της Αντιβασιλείας εισαγγελέας Μάσσων, θέλοντας να πετύχει καταδίκη του Κολοκοτρώνη διόρισε Πρόεδρο του Δικαστηρίου τον Πολυζωίδη ελπιζοντας ότι αυτός θα πάρει εκδίκηση από τον γέρο του Μωριά για την προ ετών δολοφονική καταδίωξη του απ’ αυτόν. Μέλη διορίστηκαν οι : Α. Βούλγαρης, Δ. Σούτσος, Φ. Φραγκούλης, Γ. Τσερτσέτης. Μετά την ακροαματική διαδικασία ο Πολυζωίδης κατάλαβε την αθωότητα των κατηγορουμένων και είπε εκείνη την αξέχαστη, γενναία, θαρραλέα φράση : “Εν ονόματι της δικαιοσύνης δεν υπογράφω την καταδικαστική απόφαση. Προτιμώ να μου κόψουν το χέρι”. Η άρνηση αυτή θα μείνει στους αιώνες παράδειγμα πάλης ανθρώπου και ευσυνειδησίας δικαστού. Για την ενέργειά του αυτή μαζί με τον Τσερτσέτη που και αυτός αρνήθηκε να υπογράψει, απολύθηκαν απ’ τις θέσεις τους, φυλακίστηκαν και σύρθηκαν σε δίκη. Αθωώθηκαν υπερασπιζόμενοι οι ίδιοι τους εαυτούς τους. Μετά την ταλαιπωρία αυτή ο Πολυζωίδης διορίστηκε από τον Όθωνα Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου και ταυτόχρονα Σύμβουλος επικρατείας (Γερουσιαστής). Αργότερα διορίστηκε Υπουργός Παιδείας και Εσωτερικών. Ως Υπουργός Παιδείας έβαλε το θεμέλιο λίθο στο Εθνικό Πανεπιστήμιο (σημερινό Καποδιστριακό). Τα δυο βασιλικά διατάγματα “περί συστάσεως” του Πανεπιστημίου και “περί του προσωρινού κανονισμού του συσταθησομένου Πανεπιστημίου” συντάχθηκαν και υπογράφηκαν από τον Πολυζωίδη. Ως Υπουργός Εσωτερικών συνέταξε και δημοσίευσε τον νόμο “περί τύπου” βάζοντας τα θεμέλια της ελευθεροτυπίας. Παρότι ο Πολυζωίδης δεν ήταν βασιλικός, ο Όθωνας τον εκτιμούσε βαθύτατα και τον διόρισε Γερουσιαστή και Πρόεδρο της Επιτροπής εποικισμού αποκατάστασης όλων των Μακεδονικών οικογενειών που είχαν καταφύγει στην ελεύθερη Ελλάδα, μετά την καταστροφή της Νάουσας και της Χαλκιδικής. Ο Μακεδονικός οικισμός ονομάστηκε Ν. Πέλλα και βρίσκεται μέχρι σήμερα κοντά στην Αταλάντη Λοκρίδος. Οφείλει την ύπαρξή του στις ακούραστες φροντίδες του Πολυζωίδη και στο χρήμα του Μακεδόνα Βαρώνου Μπέλλιου από τη Βλάστη Δυτικής Μακεδονίας. Μετά την εκθρόνηση του Όθωνα, ο Βασιλιάς Γεώργιος Α’  τον διόρισε Νομάρχη Αττικοβοιωτίας. Ήταν η τελευταία δημόσια θέση που τίμησε, διότι κατόπιν συνταξιοδοτήθηκε.

Ο Πολυζωίδης από την εποχή που άρχισε ο αγώνας της ανεξαρτησίας για περίπου 50 χρόνια υπηρέτησε πιστά την πατρίδα ως στρατιώτης, πολιτικός, Δικαστής και άνθρωπος των γραμμάτων. Έγραψε τέσσερα βιβλία, τα Γεωγραφικά, τα Ελληνικά, τα Νεοελληνικά και την Γενική Ιστορία με τα οποία γαλουχήθηκε και μορφώθηκε η Ελληνική νεολαία της εποχής. Τον Πολυζωίδη τον εκτιμούσαν και τον σέβονταν φίλοι κι εχθροί διότι ήταν μια πολυδιάστατη και απαστράπτουσα προσωπικότητα. Όμως αυτός ο εξαίρετος, τίμιος, δίκαιος άνθρωπος πέθανε πάμπτωχος. Στην νεκρολογία του ο Σπετσερόπουλος αναφέρει τα τελευταία λόγια του Πολυζωίδη : “….. ταχέως θα σας αποχαιρετίσω. Δεν μεταμελούμαι διότι δεν εφρόντισα και εγώ να κάμω ως άλλοι περιουσία, λυπούμε μόνο διότι εγκαταλείπω σύζυγο ασθενή και έρημον θυγατέρα εν άκρα πενία”. Προτομές και αδριάντες του Πολυζωίδη και Τσερτσέτη κοσμούν σήμερα τις εισόδους των δικαστικών μεγάρων στο Ναύπλιο και την Τρίπολη. Στο ακριτικό Σιδηρόκαστρο δεύτερη πατρίδα των προσφύγων συμπατριωτών του Μελενικιωτών το 1980 στήθηκε σε πλατεία που πήρε το όνομά του προτομή με δαπάνη του Συνδέσμου Ευελπίδων Μελενίκου και Αδελφότητα “ΑΡΜΟΝΙΑ” για να θυμίζει στους κατοίκους και στους επισκέπτες την τίμια, δίκαιη, ειλικρινή, αξιοθαύμαστη και αξιότιμη προσωπικότητά του. Στις Σέρρες γενέτειρα του πατέρα του στον αύλειο χώρο του δικαστικού μεγάρου σε περίοπτη θέση βρίσκεται η προτομή του.

Ο Πολυζωίδης σ’ όλη του τη ζωή πάλεψε κατά της αυθαιρεσίας και της τυρρανίας και η μορφή του αναδείχθηκε σύμβολο λαμπρού και δίκαιου Δικαστού, τίμιου και μαχητικού πολιτικού και ήρωα αγωνιστή της Δημοκρατίας.

                        Ευδοκία Καλαφατοπούλου-Φουρτούνα