Το πολυθρύλητο Μελένικο

Μακεδονική Γη: Το πολυθρύλητο Μελένικο


του Κωνσταντίνου Β. Χιώλου

Το Μελένικο άναφέρεται στην ιστορία από του 12ου αίώνος καί εντεύθεν. Ή ϊδρυσή του άνάγεται στους χρόνους του Ίουστινιανού. Διετέλεσε άλληλοδιαδόχως υπό την κυριαρχία του Δεσποτάτου τής Ηπείρου, των Βουλγάρων (1246), των Βυζαντινών (1256) καί των Σέρβων (1342). Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς κατελήφθη άπό τούς Τούρκους. Τό 1912 κατελήφθη υπό των Βουλγάρων καί τό 1913 κατελήφθη αμαχητί υπό του Ελληνικού Στρατού. Τήν 28η Ιουλίου του ίδίου έτους παρεχωρήθη στους Βουλγάρους μέ τη Συνθήκη τού Βουκουρεστίου.

Όπως γράφει ό Κ. Ί. Άμαντος στό βιβλίο του Άρθρα καί Λόγοι, Άθήναι 1953, σσ. 154- 155:

Τό Μελένικον υπήρξε παλαιά πόλις, τού οποίου οι κάτοικοι έκαυχώντο κατά τους βυζαντινούς χρόνους, ότι ησαν «καθαροί τό γένος Ρωμαίοι». 

Σώζονται έπιγραφαί που μνημονεύουν Αύτοκράτορες τού Βυζαντίου.

’Εξάλλου, όπως αναφέρει ό Γάλλος συγγραφεύς καί διπλωμάτης Μισέλ Παγιαρές, στό βιβλίο του Ή Μακεδονική Θύελλα – Τά Πύρινα Χρόνια 1903 – 1907, σ. 176 κ.έξ.:

Τό Μελένικο φρουρεί μέ τόλμη τον Ελληνισμό.
Είναι Ελληνικό ώς τά θεμέλιά του.

Είναι πράγματι μία βυζαντινή πόλη τού 16ου αίώνος. Σε όλη τη διαδρομή τών αιώνων οι Μελινικιώτες διαφύλαξαν άναλλοίωτη τήν Ελληνικότητά τους καί τά βυζαντινά μνημεία τής έκκλησιαστικής καϊ κοσμικής αρχιτεκτονικής.

Έκτος άπό τά μνημεία, τον βυζαντινό χαρακτήρα τής πόλεως υπογράμμιζαν ώς τά χρόνια μας τά ονόματα τών παλαιών οικογενειών, π.χ. Μούρτζουφλος, Δούκας, Κουροπαλάτης, Σπανδωνης, Φλάμπουρας, Καραπάνος, Βούδημος, Τελεμπης κ.α.

Μελένικο! Έκπληκτικη πόλις. ‘Όμοιά της δεν υπάρχει στή Γη. Φαντασθεϊτε ένα άρκετά ύψηλόν λόφον που η κορυφή του έχει τρυπήσει άπό τα νερά. Ή τρύπα μεγαλώνει σιγά – σιγά… Στο κέντρο ή πόλις, χωρισμένη εις δυο συνοικίας, απλώνεται έπάνω εις τάς διακυμάνσεις τής πλαγιάς.

Το Μελένικον φρουρεί μέ τόλμην τον Ελληνισμόν… Ίο ίσχυρώτατο ύπερκείμενο φρούριό του προάσπιζε τό Μελένικο καί τήν περιοχή του κατά των βουλγαρικών έπιδρομών. Έπί μακράν χρόνον τούτο έχρησιμοποιείτο ώς τόπος αποστολής των υπό τήν δυσμένειαν τελούντων άξιωματούχων τού Βυζαντίου.

Τό Μελένικον, μέ τήν Έλληνοχριστιανικήν ακτινοβολίαν του, μέ τήν αναμφισβήτητη βυζαντινή του παράδοση, μέ τίς 70 περίπου εκκλησίες του, μέ τά τέσσερα περιώνυμα Ελληνικά σχολεία του, υπήρξε άνέκαθεν ό προμάχων τής Ελλάδος, ό άκρίτας τού Ελληνικού Βορρά καί φωτοδότις πηγή πολιτισμού, κατοικούμενο άπό άκραιφνεις ‘Έλληνες, οί όποιοι είχαν άναπτύξει σημαντικώτατη πολιτιστική καί οικονομική δράση κατά τήν Τουρκοκρατία.

Έπί Τουρκοκρατίας τό Μελένικο ύπήρξε μία άπό τίς κυριώτερες έστίες τού Ελληνισμού τής Βορείου Μακεδονίας, έχουσα άξιόλογο εμπόριο καί σημαντική τοπική βιοτεχνία.

Στίς άρχές τού 18ου αίώνος τό Μελένικο παρουσίαζε μεγάλη άνάπτυξη. Αυτό προκύπτει, εκτός τών άλλων, καί άπό σχετική άναφορά τού Μητροπολίτου Αθηνών, συγγραφέως καί γεωγράφου, Μελετίου, ό όποιος στό βιβλίο τού Γεωγραφία, σημειώνει: …

Μελένικος τά νυν πόλις διάσημος έχουσα θρόνον μητροπολιτικόν, ή οποία τό πάλαι ήτο φρούριον ίσχυρώτατον… Ό Ρήγας Βελεστινλής άναφέρει τό Μελένικον στή Χάρτα του.

Όλοι οί διατελέσαντες μητροπολίτες Μελενίκου προσέφεραν μεγάλες εθνικές υπηρεσίες καί άναδείχθηκαν άξιοι τής άποστολής τους. Εκείνος, όμως, ό οποίος διακρίθηκε ιδιαίτερα ήταν ό Μητροπολίτης Ειρηναίος (κατά κόσμον Εμμανουήλ Παντολέοντος), ό όποιος έπελέγη γιά τή διαποίμανση τής νευραλγικής καί επισφαλούς Επαρχίας τού Μελενίκου -ή όποία άποτελούσε πύλη εισόδου των Βουλγάρων κομιτατζήδων στη Νότια Μακεδονία- λόγω των εξαιρετικών προσόντων καί των ικανοτήτων του καί διότι ήταν γλωσσομαθής καί τόν διέκρινε πνευματική καί διπλωματική ευστροφία, οξυδέρκεια, ευφυΐα, απαράμιλλο θάρρος καί αποφασιστικότητα.

Κατά τή διάρκεια τής ποιμαντορίας του στό Μελένικο (1903 – 1907) ό Ειρηναίος ανέπτυξε μεγάλη θρησκευτική καί εθνική δράση, θέτοντας πολλές φορές τή ζωή του σέ προφανή κίνδυνο. Ειδικότερα, κατά τή διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα, πρωτοστατούσε σέ κάθε εθνική ενέργεια πού άπέβλεπε στήν αναχαίτιση τών Βουλγάρων κομιτατζήδων, οί όποιοι είχαν τάξει ώς σκοπό τους τόν άφανισμό τού Μακεδονικού Ελληνισμού καί τήν προσχώρηση τών Έλληνορθοδόξων στή Βουλγαρική Εξαρχία.

Πρός εύόδωση τής εθνικής του προσπάθειας, πού άποσκοπούσε στήν κραταίωση τού ποιμνίου του καί στήν άναπτέρωση τού εθνικού του φρονήματος, ό Ειρηναίος ίδρυσε τό 1906 τή Φιλόπτωχο Αδελφότητα Κυριών «Πέτρου καί Παύλου» καί τόν Σύλλογο Αρμονία, πού μέ τό πρόσχημα τής φιλανθρωπίας, προσέφεραν ύψιστες εθνικές υπηρεσίες, μία εκ τών όποιων υπήρξε ή υπό τής Αρμονίας ματαίωση τής ίδρύσεως καί λειτουργίας βουλγαρικού σχολείου στό Μελένικο. Θά πρέπει νά σημειώσουμε ακόμη ότι ό Ειρηναίος κατά τή διάρκεια τής άρχιερατείας του στό Μελένικο άνέπτυξε, πέραν τής εθνικής, καί μεγάλη εκκλησιαστική, έκπαιδευτική, κοινωνική καί συγγραφική δράση. Έτσι, μεταξύ τών άλλων, έμερίμνησε γιά τήν άνέγερση νέων εκκλησιών καί σχολείων, καθώς καί γιά τήν επάνδρωσή τους μέ τό άναγκαϊο άνθρώπινο δυναμικό. Μέ τήν έπιδειχθεΐσα δραστηριότητα του σέ όλους τούς τομείς καί μέ τό πολυσχιδές έ’ργο πού έπετέλεσε ό Ειρηναίος, άπεδείχθη άξιος τών προσδοκιών του Οικουμενικού Πατριαρχείου καί τών ελπίδων τών Μελενικίων.

Ή τόσο γόνιμη καί πολύπλευρη δραστηριότητα τού Ειρηναίου ώς Μητροπολίτου Μελενίκου διήρκεσε μία τριετία περίπου, διότι τόν Αύγουστο τού 1906 έτοποθετήθη ώς Διευθυντής τής Θεολογικής Σχολής τής Χάλκης, τήν όποία -αφού κυριολεκτικώς άναλώθηκε γιά τόν σκοπό αυτό- έπέτυχε νά αναβαθμίσει στό έπακρο καί νά τήν καταστήσει αντάξια τής προτέρας φήμης της καί τής μεγάλης αποστολής της. Τήν 26η Ιουλίου 1907 ό Ειρηναίος έξελέγη Μητροπολίτης στή χηρεύουσα μητροπολιτική εδρα τής Κασσανδρείας, τήν όποία, επίσης, διαποίμανε μέ μεγάλη επιτυχία μέχρι τής κατά τήν 16η Αύγουστου 1945 έκδημίας του πρός Κύριον. Καί στή μητροπολιτική αύτή περιφέρεια τής Κασσανδρείας ό Ειρηναίος άνέπτυξε έξ ϊσου σπουδαία έθνωφελή καί εκκλησιαστική δραστηριότητα, δπως καί στό Μελένικο.

Στήν περιοχή τής Μητροπόλεως τού Μελενίκου, ό Ελληνισμός, καίτοι ύπέστη μεγάλα δεινά από τίς βουλγαρικές συμμορίες, εν τούτοις άντέστη σθεναρά καί αντιμετώπισε μέ επιτυχία τίς επιθέσεις τους. Οι κάτοικοι τού Μελενίκου άσχολούνταν μέ τό εμπόριο, τή γεωργία καί αμπελουργία, τήν υφαντική καί μεταξουργία καί τή βυρσοδεψία. Διατηρούσαν εμπορικές σχέσεις ιδίως μέ τή Βιέννη, όπου από τού 16ου αίώνος είχαν εγκατασταθεί πολλοί Μελενίκιοι.

Όπως συνέβαινε καί σέ άλλες πόλεις, έ’τσι καί στό Μελένικο στά χρόνια της Τουρκοκρατίας οί έπαγγελματικές τάξεις ήσαν οργανωμένες στά γνωστά «ισνάφια» μέ τήν Ιεραρχική των κλίμακα τής τεχνικής τής έκπαιδεύσεως, τό τσιράκι, τόν κάλφα, τόν μάστορα καί τόν πρωτομάστορα. Τό 1913 υπήρχαν στό Μελένικο ,τά «ισνάφια» τών βογιατζήδων, τών ραφτάδων, τών παπουτσήδων, τών γουναράδων, τών μπακάληδων, τών σαμολαδάδων, τών ταμπάκηδων (βυρσοδεψών) καί τών σομπατζήδων.

Οί Μελενίκιοι, ταξιδεύοντες έγνώρισαν χώρες ελεύθερες, μερικοί δε άπό αύτούς έφοίτησαν καί σέ σχολεία, στά όποια έδίδασκαν ενθουσιώδεις διδάσκαλοι τού Γένους. Έπιστρέφοντες στήν πατρίδα τους οί Μελενίκιοι αυτοί μετέφεραν έκει τά διδάγματα περί έλευθερίας καί ή προσδοκία ένός καλύτερου αύριον άρχισε νά συγκινεί τίς καρδιές τών Μελενικίων. Οί Μελενίκιοι, εκτός άπό τή φιλοπατρία των, διακρίνονταν γιά τήν εργατικότητα, τή φιλοξενία, τόν πατριωτισμό τους, τή θεοσέβεια, τό πνεύμα οικονομίας καί τή βοήθεια πού παρείχαν στούς πτωχούς συμπολίτες των.

Μιλούσαν δέ πάντοτε τήν Ελληνική γλώσσα.

Τό Έλληνικώτατον Μελένικον, διακρινόταν ανέκαθεν γιά τήν πνευματική του παράδοση. Στά Γράμματα κατείχε περίοπτη θέση μετά τή Χίο, τή Σμύρνη, τίς Κυδωνιές καί τήν Κέρκυρα.

Τό 1903 τό Μελένικο είχε 816 Ελληνικές οικογένειες, 69 Αθιγγάνων καί ούδεμία Βουλγαρική.

Οί Μελενίκιοι ήσαν υπερήφανοι γιά τίς πολλές τους εκκλησίες. Όπως προαναφέραμε τό 1913 υπήρχαν στό Μελένικο 72 εκκλησίες μέ θαυμάσιες τοιχογραφίες τών βυζαντινών χρόνων.

Οί φιλοπρόοδοι κάτοικοι τού Μελενίκου που φημίζονταν γιά τήν εργατικότητα, τή φιλοξενία καί τόν πατριωτισμό τους, ουδέποτε έπαυσαν νά καλλιεργούν τά Γράμματα καί νά λατρεύουν τίς Μούσες. Οί πλεϊστοι άπό αυτούς ήσαν εγκρατείς τής Ελληνικής Παιδείας. Σ’ αυτό συνετέλεσε τά μέγιστα ή ύπαρξη στό Μελένικο όνομαστής Σχολής, στην όποια κατά καιρούς δίδαξαν περιώνυμοι διδάσκαλοι, όπως οί Μανασσής Ήλιάδης, Χριστόφορος Φιλητας, Πέτρος Παπαγεωργίου, Άδάμ Ζαπέκος, Δημήτριος Καλαμβακίδης, Γιώργος Τζιέρης, Ιωάννης Βασματζίδης, Νικόλαος Ζαχαριάδης, Δημήτριος Λάσκαρις, Γάϊος Λαζάρου, Δημήτριος Βαρδάκας καί πολλοί άλλοι.

’Ήδη άπό τού έτους 1880 λειτουργούσε στό Μελένικο άνώτερο Ελληνικό Σχολείο, στό όποιο άρχιδιδάσκαλος ήταν ό Δημήτριος Καλαμβακίδης.

Τό 1913 λειτουργούσαν στό Μελένικο τά εξής σχολεία:

1. Εξατάξιο Δημοτικό Σχολείο μέ 180 μαθητάς καί 8 διδασκάλους,

2. Παρθεναγωγείο μέ 120 μαθήτριας καί 4 διδασκαλίσσας,

3. Τετρατάξιο Ήμιγυμνάσιο μέ 60 μαθητάς καί 4 καθηγητάς, καί

4. Νηπιαγωγείο μέ 40 νήπια καί μία νηπιαγωγό.

Έπί Τουρκοκρατίας τά σχολεία τού Μελενίκου λειτουργούσαν κανονικά καί μέ πλήρες προσωπικό. Αυτό καθίστατο δυνατόν χάρις στή συνδρομή τών κατοίκων του καί στή γενναία άρωγή τών δια- βιούντων στην Αυστροουγγαρία πλουσίων Μελενικίων, οί οποίοι συνιστούσαν εκεί τίς Κοινότητές των (Κομπανίες). Τά παιδιά τους οί άπόδημοι Μελενίκιοι τά σπούδαζαν σέ Ελληνικά σχολεία πού ίδρυαν στίς χώρες του εξωτερικού πού διέμεναν καί τά άνέτρεφαν ελληνοπρεπούς. Τά σχολεία τού Μελενίκου συντηρούνταν, επίσης, μέ ειδική φορολογία πού έπιβάλλετο έκάστοτε υπό τού Κοινού Μελενίκου. Τόσον μεγάλη ήταν ή φιλοπατρία τών εις τήν ξένην διαβιούντων Μελενικίων, ώστε άπέστελλον γενναιοδώρως ουτοι τίς οικονομίες των στή γενέτειρά τους γιά τή συντήρηση τών σχολείων, τών εκκλησιών καί τών ευαγών Ιδρυμάτων τού Μελενίκου.

Ό Μητροπολίτης ήταν ό γενικός επόπτης καί ελεγκτής γιά όλα τά ζητήματα πού άφορούσαν στά σχολεία, τίς εκκλησίες καί αυτήν άκόμη τήν Κοινότητα τού Μελενίκου. Τήν περιουσία τής Κοινότητος Μελενίκου κατά τά χρόνια τής Τουρκοκρατίας τή διαχειρίζονταν ή Δημογεροντία μέ Πρόεδρο τόν Μητροπολίτη Μελενίκου.

Τά κυριώτερα υπέρ τών σχολείων τού Μελενίκου κληροδοτήματα ήσαν κατατεθειμένα στήν Κασέλα τού Αγίου Γεωργίου τής Βιέννης, όπως τά κληροδοτήματα τών Γεωργίου Χατζηνικολάου, Μανασσή Ήλιάδη, Αναστασίου Παλλατίδη κ.ά. Οί ετήσιοι τόκοι τού κληροδοτήματος τού Άναστ. Παλλατίδη ανέρχονταν σέ 200 χρυσάς λίρας. Ή Δημογεροντία τού Μελενίκου έφρόντιζε νά άποστέλλη διδασκάλους όχι μόνον στό Σιδηρόκαστρο, αλλά καί στίς Σέρρες, τή Δράμα, τήν Καβάλα, τή Θάσο καί αλλαχού.

Διακαής πόθος τών Μελενικίων ήταν ή σπουδή τών τέκνων τους. Πρός τούτο εκαμναν αιματηρές οικονομίες γιά νά εξοικονομήσουν τά αναγκαία χρήματα, προκειμένου νά άποστείλουν τά παιδιά τους στίς Σέρρες ή καί στό έξωτερικό γιά σπουδές, κατά προτίμηση στή Βιέννη, όπου υπήρχε άνθούσα παροικία Μελενικίων.

Στό Μελένικο καλλιεργήθηκαν πολύ τά Γράμματα. Στά σχολεία τού Μελενίκου δίδαξε, μεταξύ τών άλλων, καί ό Χριστόφορος Φιλητάς τής Σχολής Μπαλάνων τών Ίωαννίνων, ων διακεκριμένος Φιλόλογος καί ιατρός. Επίσης δίδαξε καί ό ομοίως άπό τή Σχολή Μπαλάνων προερχόμενος Πέτρος Παπαγεωργίου, ό οποίος καταγόταν άπό τή Σιάτιστα.

Μεταξύ τών κορυφαίων διδασκάλων τού Μελενίκου, άναμφιβόλως συγκαταλέγεται καί ό Αδάμ Ζαπέκος, ό όποιος παραλλήλως μέ τά διδακτικά του καθήκοντα, κατά τίς Κυριακές καί έορτές έκήρυττε τόν θείο λόγο καί διεκρίνετο γιά τήν ταπεινοφροσύνη του, τους καλούς τρόπους του καί γιά τό ότι ήταν καταδεκτικός εις όλους. Τόσο στό Μελένικο, όσο καί στάς Σέρρας, ή παρουσία τού Ζαπέκου υπήρξε άκρως επωφελής, όχι μόνον μέ τή διδασκαλία του, άλλά καί τό λιτό βίο του καί τήν κήρυξη τού Ευαγγελίου. Όπως χαρακτηριστικά γράφει ό άείμνηστος προκάτοχός μου Πέτρος Πέννας στό βιβλίο του Ιστορία τών Σερρών, υπό τού Προδρομίτου Μοναχού Θεοδοσίου, μαθητού καϊ τού Μηνωΐδη καί τού Ζαπέκου, άναφέρεται, ότι ό Ζαπέκος ήταν θεοσεβής, χρηστοήθης, καταδεκτικός, υπομονετικός, έλεήμων, σώφρων και φιλάρετος.  Ό Άδάμ Ζαπέκος υπήρξε διδάσκαλος καί τού Αναστασίου Πολυζωίδη, ό όποιος στό περισπούδαστο βιβλίο του Νεοελληνικά γράφει γιά τόν Ζαπέκο, μεταξύ άλλων, καί τά εξής:

Ούτος (ο Άδάμ Ζαπέκος) δεν απαξίωσε νά συμμαθητεύση καϊ νά συσπσυδάση σε προχωρημένη ηλικία μετά τών νέων μαθητών του. Ήταν ακάματος διδάσκαλος στό έργο του. Ωφέλησε τό Μελένικο όχι μόνο με τήν άπό καθέδρας διδασκαλία, άλλά και διά τού παραδείγματος καϊ τού άληθούς Σωκρατικού βίου καϊ διά τας ένδελεχεϊς κηρύξεις τού Θείου λόγου. Ακολούθησε τό τού Σόλωνος «γηράσκω άεϊ διδασκόμενος».

Ας σημειωθεί ότι διδάσκαλος τού Πολυζωίδη ήταν καί ό Χριστόφορος Φιλητας, μαθητής τού όνομαστού διδασκάλου τής Σχολής Μπαλάνων Ψαλλίδα.

Ό Δημήτριος Καλαμβακίδης, Μελενίκιος τήν καταγωγή, έξέχων Διδάσκαλος τού Γένους καί φλογερός ‘Έλληνας πατριώτης, έσπούδασε στή Βιέννη καί επί πολλά έτη διετέλεσε διδάσκαλος στό Μελένικο, όπου κατά τά ετη 1839 – 1846 διέθετε καί ιδιόκτητο τυπογραφείο -πού ήταν ένα άπό τά πρώτα τυπογραφεία πού ιδρύθηκαν στή Μακεδονία- στό όποιο έτύπωνε διάφορα βιβλία δικά του καί ξένα.

Ό Καλαμβακίδης διετέλεσε καί Σχολάρχης τής περίφημης Κεντρικής Ελληνικής Σχολής τής γενετείρας μου Άλιστράτης καί γραμματεύς τού τότε (1841) έδρεύοντος στήν Άλιστράτη Μητροπολίτου Δράμας.  Αυτό προκύπτει άπό σχετική επιστολή τού μεγάλου ευεργέτου τού Μελενίκου, ίατρού Αναστασίου Παλλατίδη, ή όποία άπεστάλη στόν Καλαμβακίδη γιά νά μεριμνήση γιά τή διοργάνωση τής έν λόγω Σχολής τής Άλιστράτης. Σέ απάντηση, ό Καλαμβακίδης παρακαλεϊ τόν Παλλατίδη γιά τήν αποστολή στήν Άλιστράτη βιβλίων γιά τόν εμπλουτισμό τής βιβλιοθήκης τής Σχολής της, καθώς επίσης καί διαφόρων εποπτικών οργάνων διδασκαλίας.

Ό Καλαμβακίδης, που ηταν άριστος γνώστης τής άρχαίας Ελληνικής γλώσσης, διεκρίνετο, μεταξύ τών άλλων, διά τήν ευρυμάθειάν του, τό γλαφυρόν τής γλώσσης του, τόν πλούτον τών διανοημάτων του καί τή βαθειαν προσήλωσίν του πρός τά θεία. Τό ύφος τού Καλαμβακίδη -όπως άλλως τέ καί όλων τών άλλων διδασκάλων τής εποχής εκείνης, οί όποιοι διεκρίνοντο διά τη βαθειαν χριστιανικήν των πίστιν- ητο έντόνως θρησκευτικόν. Τούτο άποδεικνύεται εκ του άκολούθου Πρακτικού τής τότε Μητροπόλεως Δράμας (τής όποίας ή εδρα είχε μεταφερθή τήν Ιην Ίανουαρίου 1825 εις τήν Άλιστράτην):

Θειον δώρον, καϊ ούρανοβράβευτον δώρον ή παιδεία καί ή κατά Θεόν Σοφία τής λογικότατος τού άνθρωπον καί αύτού τού κατ’ εικόνα Θεού γνώρισμα τυγχάνονσα διαυγέστατον. Αύτη γάρ τού θρόνου τού Παντάνακτος καϊ δημιουργού τών άπάντων Θεού παρεδρεύσνσα, έφ’ άπλού τάς ελλείψεις τοίς άγαπώσι καϊ νύμφην άγαγέσθαι έκζητούσι, και τόν Σολομώντα έκδιδάσκονσα, τα τέ εις τον ποιητήν καϊ Πλάστην ημών Θεόν ίερώτατα χρέη, καϊ τάς, υπέρ ών καθ’ έκάστην παρ’ αύτού άπολαμβάνομεν άγαθών, δοξολογίας καϊ ευχαριστίας άναπέμπειν εύγνωμόνως παιδαγωγούσα και τά πρός τόν πλησίον καθήκοντα καλώς διαγιγνώσκειν… η άχλυςδέ τής άμαθείας, τό ιρηλαφητόν τούτο σκότος πανταχού μέν, κατά μάλλον ή ηττον παρεισέφρησεν, άγωνίζονται μέν οί κατά τόπους νουνεχέστεροι παντϊ σθένει, ίνα έξοστρακίσαντες τούτο, άντιτάξωσι την παιδείαν συνιστώντες σχολεία Ελληνικά…

Ταύτης τοίνυν τής Θεοδότου Παιδείας τών εύγενών και θείων χαρίτων, καϊ ημείς άπολαύσαντες εί καϊ ακρω δακτύλω τού ουρανίου αυτής νέκταρος εγνωμεν, συν Θεφ μετά τήν άρχιερατείαν ημών, τόν ανέκαθεν διακαή πόθον καϊ ζήλον ημών εις έ’ργον προάξαι, και έν τή Θεοσώστω ταυ τη έπαρχία συστήσασθαι Έλληνικήν Κεντρικήν Σχολή, τήν στέρησιν ταυ της μεγίστην ζημίαν ηγούμενοι τε καϊ κοινήν των πνευματικών ημών τέκνων...

Ένεκρίθη δε παρά πάντων δπως ή τοιαύτη Κεντρική τής Επαρχίας Ελληνική Σχολή συστηθή κατά τήν χώραν Άλιστράτην, ώς πρόσφορον έπι τούτω και κεντρικήν εχουσαν θέσιν καί τού κατά καιρούς Μητροπολίτου ώς τά πολλά έν αυτή διαμένοντος…

Ό Καλαμβακίδης, εκτός άπό τό πλήθος των εργασιών του, τάς όποίας έξεδωσε -μεταξύ τών όποιων προέχουσαν θέσιν κατέχουν ή Αριθμητική καί ή Γραμματική του- διεκρίθη, επίσης, καί εις τή συγγραφήν επιγραμμάτων.

Ένα τοιούτον έπίγραμμα, τό όποιον έγραψε τό ετος 1841 -ότε ίδρύθη ή Κεντρική Ελληνική Σχολή τής Άλιστράτης- είναι καί τό κατωτέρω, τό όποιον έγράφη έπί πλακός έντοιχισθείσης εις τόν τοίχον πλευράς μίας τών αιθουσών ταύτης:

Τό μεν εις πόλιν Άλιστράτην βοτιάνειραν
κείνου ύπερτέλλον οικον έποιρόμενοι
Ζαιχναίων μουσοτροφάων ϊδρυμ’ άγλαόν
ίμερόεν θ΄ατε δώματ’ έχει σοφίης τ’ άρετής
εύρύμνους θαλάμους έλικωνιάδων πιστού
ς ατρεμα δέρκο (οίον;) εκτοθεν στίλβει άγλαΐην
Αύγάζω ώς τήλοθεν μούνος
οϊκων απάντων πτο )τι)δέρκεται* Ύψού έγγύθεν
πλιϊάδων ίκνούμενος. Ή έσθλήν στεφάνην χώρας
τήσδε περί κρήδεμν εστεψε
κύδιμος άρχιθύτης Αγαθάγγελος μουσηγέτου
Χριστουπόλεως Ταρασίου μετά φωτός άρεταϊς
Παντοίαις κεκοσμημένυ ήδ’ ιερή σοφίη.

Έν Άλιστράτη Φεβρουάριου 18, 1841.

Έν γένει θά πρέπει νά λεχθή ότι ό Δημήτριος Καλαμβακίδης υπήρξε μία έξέχουσα πνευματική φυσιογνωμία τής εποχής του, άφου μέ τήν πολυσχιδή δράσιν του ώφέλησε πολλαχώς τό Έλληνικόν Γένοςκαί τήν ιδιαιτέραν του Πατρίδα, τό Μελένικον, είδικώτερον.

Άλλά καί ή γενέτειρά μου, ή Ιστορική κωμόπολις τής Άλιστράτης, οφείλει πολλά εις τόν Καλαμβακίδην, δεδομένου ότι, ώς προελέχθη, διετέλεσε άρχιδιδάσκαλος καί πρώτος Σχολάρχης τής περιώνυμου Κεντρικής Ελληνικής Σχολής τής Άλιστράτης, ή όποία υπήρξε εφάμιλλος τής αντιστοίχου Σχολής τών Σερρών.

Μετά τόν Ζαπέκο καί τόν Καλαμβακίδη, δίδαξε στή Σχολή τού Μελενίκου ό Γεώργιος Τζιέρης, ό όποιος μετέφρασε άπό τά γαλλικά τό βιβλίο Ή διδασκαλία κατά τήν άλληλοδιδακτικήν μέθοδον. Ή μετάφραση αυτή άπετέλεσε πολύτιμο όδηγό γιά τούς διδασκάλους τού Μελενίκου.

Δέν θά πρέπει νά παραλείπουμε νά άναφέρουμε ότι στή χορεία τών έπιφανών διδασκάλων τού Μελενίκου συγκαταλέγονται, έπίσης, ό Ιωάννης Βασματζίδης, συγγραφέας τού σπουδαίου βιβλίου Ή Μακεδονία πρό τής Δωρικής Μεταναστεύσεως, ό Νικόλαος Ζαχαριάδης, ό Δημήτριος Λάσκαρις, γόνος τής γνωστής καί άρχοντικής οίκογενείας τού Βυζαντίου, ό Γάϊος Λαζάρου, ό Κ. Σούτης, ό Δημήτριος Βαρδάκας, ό Μετσοβίτης κ.π.α.

Θά πρέπει νά πούμε άκόμη, ότι τά παιδιά τού Μελενίκου πού άποφοιτούσαν άπό τή Σχολή αύτού, συμπλήρωναν τίς σπουδές τους στά Σέρρας. Κατά τόν Πολυζωίδη, όσοι άποφοιτούσαν άπό τή Σχολή τού Μελενίκου έμφορούντο πνεύματος άγιου καϊ ένθερμου ζήλου πρός τήν Έλληνικήν Παιδείαν, συνδυασμένήν μετά τής ’Ορθοδόξου Χριστιανικής πίστεως.

Στό Μελένικο υπήρχε άπό πολλών έτών αυστηρή διάκριση τάξεων. Ώς τίς άρχές τού 19ου αίώνος οί Μενελίκιοι χωρίζονταν, άνάλογα μέ τήν καταγωγή καί τήν περιουσιακή τους κατάσταση, σε δυό κοινωνικές τάξεις.

Ή μία ήταν ή τάξη τών τσορμπατζήδων, δηλαδή τών Πατρικίων, πού περιελάμβανε τούς πλουσίους καί τό άρχοντολόγι τού τόπου.  Ή άλλη ήταν ή τάξη τών Ποχειριών (Υποχειρίων) πού άποτελεϊτο άπό τούς φτωχούς καί άσημους τήν καταγωγή πολίτες.

Άς σημειωθεί ότι τή διοίκηση τών κοινοτικών πραγμάτων του Μελενίκου τήν ειχε πάντοτε καί αποκλειστικά ή τάξη τών τσορμπατζήδων μαζί μέ τόν Μητροπολίτη. Τό Καταστατικό, όμως, τού Κοινού Μελενίκου, καταργήσαν τή διάκριση τών τάξεων, εκαμε προσιτή τήν Κοινοτική έξουσία στους έκλεκτούς, στους φρονίμους καϊ ικανούς άπό τούς πολίτες πάσης τάξεως, κατά τήν κρίση 20 Αδελφών, έκλεγομένων άπό τή Γενική Συνέλευση τής ολότητας τών κατοίκων χωρίς καμμία άπολύτως διάκριση πλούτου, άρχοντιάς καί κοινωνικής τάξεως. Μέ τήν ψήφιση τού Καταστατικού αυτού οί πολίτες τού Μελενίκου εξισώθηκαν καί έξαλείφθηκε ή κοινωνική καί ταξική διάκριση τών κατοίκων. Σύμφωνα μέ τό Καταστατικό, ό Μητροπολίτης, περιοριζόμενος μόνον στή Διοίκηση τής Εκκλησίας, άπλώς έπιβεβαίωνε τίς άποφάσεις καί ένέργειες τών Επιτρόπων τού Κοινού καί τών Εφόρων, ενώ υπέρτατος προϊστάμενος καί κριτής αυτών ήταν μόνον ό Λαός.

Τό Σύστημα ή Διαταγαί διοικήσεως τού Κοινού Μελενίκου τού 1813 άποτελειται άπό 30 άρθρα, τών όποιων προτάσσεται τό Πρακτικό τής Συνελεύσεως τών πολιτών τού Μελενίκου, όπου άναπτύσσεται ό σκοπός τής ψηφίσεώς του, διετηρήθη άμετάβλητο μέχρι τού έτους 1860, όποτε ή Τουρκική Κυβέρνηση επέβαλε τήν ένιαία Κοινοτική διακυβέρνηση στά Πατριαρχεία, μέ τήν ψήφιση τών Εθνικών Κανονισμών. Τότε καθιερώθη καί στό Μελένικο ή Δημογεροντία πού έξελέγετο εμμεσα άπό 80 εκλέκτορες καί όλα πάλι έτέθησαν υπό τήν έποπτεία τού Μητροπολίτη, ό όποιος άποκτήσας τά προηγούμενα δικαιώματά του καί άρμοδιότητες, κατέστη ό μόνος ρυθμιστής τών κοινοτικών πραγμάτων ώς ό μόνος υπεύθυνος έναντι της Εκκλησίας καϊ τής Πολιτείας, κατά τά σχετικά έγγραφα τού Αρχείου τού Κοινού.

Προϊόντος, όμως, τού χρόνου καί πρό τού διαφαινομένου κινδύνου οί Μελενίκιοι άρχισαν νά ένώνωνται καί νά συνεργάζωνται μεριμνώντες συστηματικά καί άπό κοινού γιά όλα τά ζητήματα καί ετσι βαθμηδόν έπήλθε ή κατάργηση τών κοινωνικών τάξεων.

Ή άνάγκη καί ό κοινός κίνδυνος συνετέλεσαν στό νά καταργήσουν οί Μελενίκιοι τίς διακρίσεις καί νά συμπήξουν τό Κοινόν Μελενίκου, τό όποιο κατήργησε τή διάκριση τών τάξεων καί τό όποίο συνειργάσθη στενά καί επί πολλά ετη μέ τήν Ελληνική Κοινότητα τού Αγίου Γεωργίου τής Βιέννης, τής όποίας μέλη ήσαν όλοι οί εύποροι Έλληνες που επηρέαζαν τήν οικονομική ζωή τής Αυστροουγγαρίας καί άσκούσαν μεγάλη επιρροή στίς Αρχές της. Ή έν λόγω Ελληνική Κοινότητα τής Βιέννης έθεωρείτο ή πρωτεύουσα τρόπον τινά όλων τών άλλων Ελληνικών Κοινοτήτων τής Αυστροουγγαρίας, ήταν δέ πάντα άρωγός καί συνεπίκουρος τών Μελενικίων καί χορηγός των γιά τήν ‘ίδρυση σχολείων, έκκλησιών καί φιλανθρωπικών Ιδρυμάτων. Ή Κοινότης τού Αγίου Γεωργίου τής Βιέννης έπροστάτευε τήν Κοινότητα τού Μελενίκου, καθώς καί ή Κοινότης τής Αγίας Τριάδος, τής όποίας ό ναός έχρησιμοποιείτο, επίσης, άπό τους πολιτογραφηθέντες στήν Αυστροουγγαρία Έλληνες.

Θά πρέπει νά τονισθή ίδαιτέρως ότι ή Σχολή τής Κοινότητας τού Αγίου Γεωργίου τής Βιέννης, ή όποία έλειτούργησε μέχρι τού έτους 1920, όποτε διελύθη, έπροστάτευε καί ένίσχυε παντοιοτρόπως τά σχολεία όχι μόνον τού Μελενίκου, άλλά καί τών Σερρών καί τών άλλων Μακεδονικών πόλεων.

Στή Σχολή αυτή δίδαξαν οί Θεόκλητος Φαρμακίδης, Νεόφυτος Δούκας, Ανθιμος Γαζής, Αναστάσιος Παλλατίδης, Μιχαήλ Άποστολίδης, Εύγ. Ζωμαρίτης, Θεαγένης Λιβαδας καί άλλοι.

Στήν άποδημία τών Μελινικίων συνετέλεσεν τό άγονον τού εδάφους τής πατρίδας τους, ή περιορισμένη γεωργική παραγωγή, ό στενός ορίζοντας τής επαγγελματικής δράσεως καί ή άνάγκη έξευρέσεως άγορών γιά τήν εξαγωγή τών ελάχιστων προϊόντων τους. ’Εκείνο, όμως, πού έπέδρασε πάρα πολύ στήν άποδημία τών Μελενικίων καί στήν άριθμητική αύξηση τόσον τών μελών τής έν Βιέννη παροικίας των, όσον καί τών άλλων παροικιών τους στό Βουκουρέστι, τό Βελιγράδιο, τή Βουδαπέστη καί άλλαχού, ήταν ή κατά τίς άρχές τού 19ου αίώνος έπικρατούσα στό Μελένικο άφόρητη κατάσταση, έξ αιτίας τής σκληρής διοικήσεως, τήν όποία άσκούσε ό Τοπάρχης τού Μελενίκου Μουστά Μπέης, άντάξιος καθ’ όλα τού έν Σέρραις συναδέλφου του Ισμαήλ Μπέη καί τού υίού του Γιουσούφ Μπέη.

Καίτοι άπό τή συνεχή άποδημία των τέκνων του τό Μελένικο έστερείτο άπό τά ζωτικώτερα, ίσως, στοιχεία του, έν τούτοις, αυτά ευρισκόμενα στην ξένη ουδέποτε έλησμόνησαν τή γενέτειρά τους. Άντιθέτως μάλιστα, μέ τή γενναιόδωρη βοήθειά τους καί μέ τά σεβα¬στά χρηματικά ποσά που άνελλιπώς άπέστελλον, συντηρούσαν τά σχολεία, τίς εκκλησίες καί τά φιλανθρωπικά ιδρύματα τού Μελενίκου καί συντελούσαν στήν πνευματική καί εκπαιδευτική άναγέννησή του, ιδίως κατά τά δύσκολα έκεΐνα χρόνια τής δουλείας.

Στήν εκπλήρωση τού σκοπού αυτού άπέβλεψε, εκτός τών άλλων, καί ή συστηματική οργάνωση τού Κοινού Μελενίκου, μέ τή σύνταξη κατά τό ετος 1813 τού Καταστατικού αυτού, τό όποιο έρύθμιζε τόν τρόπο τής κοινοτικής αύτοδιοικήσεως τής πόλεως τού Μελενίκου καί ύπεγράφετο άπό τόν ’Επίσκοπο, άπό 50 πολίτες καί άπό 6 συντεχνίες (Ίσνάφια), ήτοι τών Βογιατζήδων, τών Γουναράδων, τών Ραφτάδων, τών Χρυσοχόων, τών Μπακάληδων καί τών Παπουτσήδων.

Τό έν λόγω Καταστατικό που έψηφίσθη τήν 1η Απριλίου 1813, συνετάγη στήν καθαρεύουσα «άρχαΐζουσα» γλώσσα άπό μέλος τής Κοινότητος Μελενίκου, τό όποΧο θέλησε νά παραμείνη άνώνυμο καί εκτυπώθηκε μέ δαπάνες του στή Βιέννη τό αυτό έτος άπό τήν τυπογραφία Ίωάννου Τζβεκίου, πρώην Βενδώτου.

Τό εξώφυλλο τής έκδόσεως αύτής έχει αυτολεξεί ώς άκολούθως:

«ΣΥΣΤΗΜΑ Ή ΔΙΑΤΑΓΑΙ».

Κατά κοινή Ψήφον, άπάσης τής Συνελεύσεως,  τής έν Μακεδονία Πόλεως
ΜΕΛΕΝΙΚΟΥ,

Πρός Πλείονα άφορώσαι βελτίωσιν, τών έν αυτή Θείων οίκων, Σχολών τε καϊ Νοσοκομείων,
Καί
Τής τών ένδεών απάντων φιλανθρωποτέρας οικονομίας τε, καϊ κηδαιμονίας,
Ύπό
Φιλογενούς τίνος καϊ ευπατρίδου τής αύτής Πόλεως διοργανισθεϊσαι τε καϊ σχειδασθεισαι, κα’ι δαπάνη αύτού οικεία, νήν τό πρώτον, εις φώς άχθεΐσα.

ΕΝ ΒΙΕΝΝΗ, ΤΗΣ ΑΟΥΣΤΡΙΑΣ

Εκ τής Τυπογραφίας Ίωάν. Βάρθ. Τζβεκίου, πρώην Βενδώτου. 1813

 

 

Σύμφωνα μέ βασικές διατάξεις τού εν λόγω Καταστατικού, βασικό όργανο τής Κοινότητος άποτελούσε ή ετήσια συνέλευση άπό 20 νουνεχείς καί φρονίμους άδελφούς πάσης τάξεως.

Εις τόν Κοινόν Μελενίκου, πού άποτελούσε τόν Κανονισμόν τής Κοινότητος τού Μελενίκου, υπάρχουν, μεταξύ τών άλλων, καί περίφημες άνθρωπιστικές διατάξεις.

Αναφέρω δυό χαρακτηριστικές περικοπές άπό αυτές:

Άρθρον 14: Χρέος νά είναι κάθε συμπατριώτου τό νά άφιερώση τί (πολυ ή ολίγον κατά την προαίρεσίν του άπό έκείνο όπου τόν έχάρισεν ό Θεός) έν καιρω τής διαθήκης του εις τό Κοινόν, διά τό όποιον άφιέρωμα νά χρεωστούν οί επίτροποι τού Κοινού νά άπερνούν τό όνομα έκείνου τού άδελφού εις τόν κατάλογον τών συνδρομητών διά νά μνημονεύωνται εις όλας τάς έκκλησίας τής πολιτείας αιωνίως.

’Άρθρον 19: Είναι χρέος τών έπιτρόπων τού Κοινού ώστε άπό τά κοινά εισοδήματα νά μην άφήνουν κανένα τών πτωχών καϊ ένδεών ημών άδελφών παραπονεμένον ποτέ, άλλ’ άπό τής σήμερον καϊ εις τό έξής νά βοηθούν καθ’ ένα τών εν άνάγκη όντων…

Πρός άντιμετώπιση τών θεμάτων τής πόλεώς των οί Μελενίκιοι καθιέρωσαν παραλλήλως καί τόν θεσμό τής λαϊκής κυριαρχίας διά τής έκλογής τών άντιπροσώπων.

Οί άνδρες όταν έξελέγοντο άντιπρόσωποι τού Κοινού, διακρίνονταν γιά τήν τίμια, πιστή καί ευσυνείδητη διαχείριση τών κοινών πραγμάτων καί εκτέλεση τής άποστολής τους, έφρόντιζαν γιά τό κτίσιμο έκκλησιών καί σχολείων καί διακρίνονταν γιά τή φιλανθρωπία καί τή φιλοπατρία τους. Κύριο μέλημα τόσον τού Κοινού, όσον καί των Σωματείων καί Συλλόγων ήταν ή μέριμνα γιά τή συντήρηση τών Ιδρυμάτων τού Μελενίκου.

Στό διασωθέν κτηματολόγιο τού Κοινού Μελενίκου, άπό τήν υπό τών Βουλγάρων διαρπαγή καί πολτοποίηση τών άρχείων του, κατά τήν εισβολή τους στό Σιδηρόκαστρο καί στήν υπόλοιπη Ανατολική Μακεδονία, περιλαμβάνεται μεγάλος ονομαστικός κατάλογος συνδρομητών καί ευεργετών, ό όποιος άρχίζει χρονολογικώς άπό τού έτους 1791 καί τελειώνει στό ετος 1819.

Άπό τόν ονομαστικό αυτόν κατάλογο, προκύπτει ότι οί μεγαλύτεροι συνδρομηταί καί εύεργέται τού Κοινού καί τών Σχολών τού Μελενίκου υπήρξαν οί απόδημοι Μελενίκιοι, οί όποιοι αφιέρωσαν ολόκληρη ή μέρος τής περιουσίας τους γιά τόν σκοπό αυτό.

’Ενδεικτικά άναφέρουμε, ότι μεγάλα χρηματικά ποσά γιά τήν Πατρίδα καί τήν ενίσχυση τών ομογενών τους διέθεσαν οί Σίνας, Μπέλιος, Τύρκας, Δούμπάς, Παλλατίδης καί Αλεξάνδρα Ράλλη.

Ή φορολογία ήταν ανάλογη μέ τίς οικονομικές δυνατότητες τού κάθε πολίτη. Όλοι οί πολίτες προσήρχοντο στίς συνελεύσεις γιά νά αποφασίσουν γιά τό γενικό συμφέρον.

Κατά τόν 18ο αιώνα στό Μελένικο λειτουργούσαν πολλά Σωματεία καί Σύλλογοι. Μεταξύ αύτών επί πολλά χρόνια υπήρξε ή Φιλανθρωπική Εταιρεία, ή όποία διέθετε κεφάλαιο 50.000 λιρών. Ή Εταιρεία αυτή, είχε ώς σκοπό, κατά τό Καταστατικό της, τή διά παντός τρόπου προστασία τών χριστιανών, καταβάλλοντας λύτρα καί πληρώνοντας χρέη γιά τήν άποφυλάκιση κρατουμένων καί άποστέλλοντας σχολικά βιβλία καί γραφική ύλη στά σχολεία. Κάθε χρόνο διέθετε γιά φιλανθρωπικούς σκοπούς τό όχι εύκαταφρόνητο γιά τήν έποχή εκείνη ποσό τών 350 λιρών.

Ή Φιλανθρωπική Εταιρεία τού Μελενίκου είχε μεγάλη πολιτική ισχύ καί άπελάμβανε μεγάλου κύρους, μέ άποτέλεσμα πολλές φορές νά κατορθώση νά γλυτώση Έλληνας κατηγορουμένους, όχι μόνον άπό βέβαιες καταδίκες σέ φυλακίσεις καί σέ χρηματικές ποινές, άλλά καί άπό τήν άγχόνη. Μέ τό κύρος πού άσκούσε στούς σατράπες τών Σερρών καί στούς τοπάρχες τής περιφερείας έπετύγχανε νά μειώνη τά υπέρογκα ποσά φόρων που έπεβάλλοντο στούς Μελενικίους, οί όποιοι, όπως ήταν φυσικό, άδυνατούσαν νά τά πληρώσουν.

Πολύτιμος άρωγός τού σπουδαίου έργου πού έπιτελούσε ή Φιλανθρωπική Εταιρεία τού Μελενίκου υπήρξε ό ιατρός Αναστάσιος Παλλατίδης, ό όποιος ήταν διακεκριμένο μέλος τής Ελληνικής Παροικίας τής Βιέννης καί μέγας ευεργέτης τού Κοινού Μελενίκου καί τών Σχολείων τού Μελενίκου καί τού Σιδηροκάστρου. Αλλά καί άλλοι πλούσιοι Μελενίκιοι, διαβιούντες στήν Αυστροουγγαρία, όπως ό Χρήστος Μάνου καί ό Μανασσής Ήλιάδης, ένίσχυαν μέ μεγάλα χρηματικά ποσά καί εμβάσματα τό έργο τού έν λόγω φιλανθρωπικού σωματείου τού Μελενίκου, τό όποιο μέ τήν πάροδο τού χρόνου άπέβη ό προστάτης καί ό βοηθός τών άναξιοπαθούντων Ελλήνων. Ή Φιλανθρωπική Εταιρεία τού Μελενίκου, μεταξύ τών άλλων, μεριμνούσε καί γιά τή συντήρηση τών έκκλησιών, τών σχολείων καί τών ευαγών Ιδρυμάτων, άκόμη δέ καί γιά τή μισθοδοσία τών διδασκάλων καί διδασκαλισσών, σέ περίπτωση πού τό ΚοινόνΜελενίκου άντιμετώπιζε οικονομική δυσχέρεια.

Έξ άλλου, όνομαστό Σωματείο στό Μελένικο υπήρξε ή Φιλόπτωχος Αδελφότης Κυριών καί Δεσποινίδων Αρμονία, ή όποία ίδρύθη τό έτος 1907 καί έκτός άπό τήν άνεκτίμητη εθνική προσφορά της, άνέπτυξε καί μεγάλη φιλανθρωπική δράση, συνεργασθεΐσα πρός τούτο στενώς καί μέ τό έτερο, επίσης σπουδαίο καί λίαν άξιόλογο Σωματείο τού Μελενίκου, τόν Σύνδεσμο Εύελπίδων Μελενίκου πού ήταν σωματείο άνδρών μέ παρεμφερείς σκοπούς.

Οί γυναίκες τής Φιλοπτώχου Αδελφότητος Αρμονία διακρίθηκαν γιά τήν εθνική τους δράση, τό θάρρος, τήν καρτερία καί τήν αυτοθυσία τους καί γενικώς γιά τήν εθνωφελή δράση τους. Τόσον ή Αρμονία όσον και ο Σύνδεσμος Εύελπίδων Μελενίκου  καθ’ όλην τή διάρκεια τής ύπάρξεως καί λειτουργίας τους, έπετέλεσαν μέγα εθνικό έργο μέ πολυσχιδή δράση, συνισταμένη, μεταξύ τών άλλων, στήν απόκρυψη πολεμοφοδίων στίς κατοικίες τών Μελενικίων, στήν παντοειδή ενίσχυση τών Ελληνικών άνταρτικών Σωμάτων, άψηφώντας τούς μεγάλους κινδύνους καί τίς αύστηρότατες συνέπειες των παράτολμων αυτών ενεργειών τους καί γενικώς ανέπτυξαν έντονο αγώνα γιά τήν προστασία τής γλώσσης, τής θρησκείας καί τή διάσωση τών εθνικών μας παραδόσεων.

Πρός εκπλήρωση αυτών τών σκοπών οί Μελενίκιοι συνεργάζονταν στενώς καί άρμονικώς μέ τους κατοίκους τού Σιδηροκάστρου, τού Πετριτσίου, τού Νευροκοπίου, τής Στρώμνιτσας καί τών λοιπών χωρίων τής περιοχής. Ιδιαιτέρως στενή καί πρό πάντων συχνή ήταν ή συνεργασία καί επικοινωνία τών Μελενικίων μέ τους κατοίκους τού Σιδηροκάστρου, άκόμη καί στόν κοινωνικό καί τόν επαγγελματικό τομέα.

Ό Σύνδεσμος Εύελπίδων Μελενίκου, ίδρυθεΐς τό ετος 1906 στό Μελένικο καί άφού άνέπτυξε εκεί, όπως προείπαμε, λίαν άξιόλογη εθνική καί κοινωνική δράση, συνέχισε εκτοτε καί συνεχίζει καί σήμερα στό Σιδηρόκαστρο, υπό τή σημερινή δραστήρια διοίκησή του, τήν εθνωφελή δράση του. Ό έν λόγω Σύλλογος, ένσωματώνων τό παλαιό Κοινόν μέ μέλη τους πλέον έπιλέκτους τών άπογόνων τών παλαιών Μελενικίων, άποτελεϊ χωρίς υπερβολή, τή σύγχρονη Κιβωτό, στήν όποία έναποθηκεύθηκε ώς ιερά παρακαταθήκη τό αθάνατο προγονικό πνεύμα.

Τό Μελένικο, λόγω τής Ελληνοχριστιανικής άκτινοβολίας του, εγινε στόχος τών Βουλγάρων κομιτατζήδων καί ιδιαιτέρως τού διαβόητου καί αιμοσταγούς Βοεβόδα Σαντάνσκυ, πού ήταν ό κυριώτερος εκπρόσωπος τής Βουλγαρικής Όργανώσεως στίς περιφέρειες Μελενίκου καί Σερρών καί θερμός οπαδός τού δόγματος Ή Μακεδονία στούς Μακεδόνες.

Ή πολυθρύλητη Βυζαντινή πολιτεία τού Μελενίκου, κατά τήν περίοδο τού Μακεδονικού Άγώνος, άνεδείχθη εθνική έπαλξη καί προμάχων τού Ελληνισμού κατά τών επιθέσεων τών Βουλγάρων κομιτατζήδων, οί όποιες άπέβλεπαν στήν άλλοίωση τής εθνολογικής συνθέσεως τού πληθυσμού. Ή περιοχή τού Μελενίκου, λόγω τής γειτνιάσεώς της μέ τή Βουλγαρία, ήταν έπόμενο νά δεινοπαθήση καί νά άποτελέση πεδίο ποικίλων συγκρούσεων. Ειδικότερα, κατά τόν Μακεδονικό Αγώνα, οί Μελενίκιοι ύπέστησαν πολλά δεινά άπό τούς Βουλγάρους κομιτατζήδες, οί όποιοι κυριολεκτικώς έλυμαίνοντο τήν περιφέρεια τού Μελενίκου. Μέ γενναιότητα, όμως, άντεστάθησαν οί Μελενίκιοι σέ όλες τίς προσπάθειες τών κομιτατζήδων νά ξερριζώσουν τό Έλληνικώτατο Μελένικο. Καί τό Μελένικο εμεινε προμαχών Ελληνικός πάντοτε, όπως ήταν καί επί Βυζαντινών, μέ τήν κρυφή ελπίδα τής ελευθερίας του που θά εφθανε κάποια ήμέρα καί έκει.

Στήν περιφέρεια τής Μητροπόλεως Μελενίκου, στήν όποία υπηρέτησαν διακεκριμένοι ιεράρχες, όπως ό Ειρηναίος καί ό Αίμιλιανός, ό Ελληνισμός δεινοπάθησε άπό τίς βουλγαρικές συμμορίες, πλήν όμως άντιστάθηκε σθεναρώς. Πρωτοπόροι τής εθνικής άντιστάσεως στή νευραλγική αυτή περιφέρεια, υπήρξαν ό Γυμνασιάρχης Μελενίκου Γεώργιος Σφήκας, ό Σχολάρχης Κάτω Τζουμαγιας Γεώργιος Στιβαρός, ό Σχολάρχης Σιδηροκάστρου Βασίλειος Γεροβασιλείου καί ή διδασκάλισσα Σπατόβου (Κοιμήσεως) Φωτεινή Παπαδημητρίου-Άλατά. Όλοι αυτοί άγωνίσθησαν μέ μεγάλο ενθουσιασμό υπό τήν ήγεσία τού Μητροπολίτη Ειρηναίου, συνεπικουρούμενοι καί άπό τούς προκρίτους καί προύχοντες τής περιφερείας Θεοχάρη Παπαχαριζάνη άπό τό Σιδηρόκαστρο, Αγγελο Μποζίκη, Γεώργιο Λιόντα, Φίλιππο Σπάσο, Νικήτα Κάπα καί Περικλή Άστεριάδη.

Γενικά δέ τό βάρος τής διασώσεως τού Έλληνισμού καί τής ’Ορθοδοξίας τό έπωμίσθηκε ή ’Εκκλησία. Πρός τούτο τό Οικουμενικό Πατριαρχείο τής Κωνσταντινουπόλεως, διαβλέπον τόν θανάσιμο κίνδυνο πού διέτρεχε ό ‘Ελληνισμός τής Μακεδονίας κατά τήν περίοδο τού Μακεδονικού Άγώνος, έμερίμνησε νά πλαισιώσει τίς Μητροπόλεις τής τουρκοκρατουμένης Μακεδονίας μέ ιεράρχες νέους κατά τήν ηλικία, δραστήριους, ευρυμαθείς καί άποφασισμένους νά υπερασπίσουν τά ιδανικά τού σκληρώς δοκιμαζόμενου Έλληνισμού.

Οί Μελενίκιοι άγωνίσθηκαν σκληρά επί σειράν ετών κατά τού Σλαβισμού γιά νά διατηρήσουν τή θρησκεία, τή γλώσσα, τά ήθη, καί τά έθιμά τους καί πρό πάντων τίς εθνικές τους παραδόσεις. Παρά τίς συνεχείς διώξεις καί καταπιέσεις πού ύφίσταντο οί Μελενίκιοι άπό τούς Βουλγάρους κομιτατζήδες, εν τούτοις δέν έλύγισαν ούδ’ επί στιγμήν. Άγωνίσθηκαν σθεναρώς μέ πίστη καί αυταπάρνηση μέχρι τέλους.

Τήν 24η ’Οκτωβρίου 1912, στον Βαλκανοτουρκικό Πόλεμο, οί Μελενίκιοι είδαν μέ συγκίνηση τό όνειρό τους νά εκπληρώνεται, τόν Τούρκο κατακτητή νά φεύγη, αλλά είδαν καί μέ αγωνία τόν φοβερό Βούλγαρο κομιτατζή νά καταλαμβάνη τήν Πατρίδα τους, εστω καί αν ήταν σύμμαχος. Μήνες άγωνίας επακολούθησαν.

Ό συμμαχικός πόλεμος κηρύσσεται τήν 13η ’Ιουνίου 1913 καί εντός 30 ήμερων τά Ελληνικά στρατεύματα φθάνουν άπό τή Θεσσαλονίκη στά πρόθυρα τής Βουλγαρίας, στήν Άνω Τζουμαγιά.

Τήν 30η ’Ιουνίου 1913 Λόχος έθελοντών κατέλαβε τό Μελένικο. Ό πόλεμος σταμάτησε τήν 18η Ιουλίου 1913. Καί τήν 28η ’Ιουλίου υπογράφεται ή Συνθήκη Ειρήνης τού Βουκουρεστίου, ή οποία, παρά πάσαν έννοιαν δικαίου καί ηθικής, επιδικάζει τό άπό άμνημονεύτων χρόνων Έλληνικώτατο Μελένικο στους Βουλγάρους.

Ή άπόφαση αυτή κατατάραξε τούς Μελενικίους. Όνειρα γενεών ολοκλήρων τού Μελενίκου, όνειρα πού είχαν γίνει πραγματικότητα γιά λίγες μόνον ήμέρες, διαψεύδονται κατά τρόπον πολύ σκληρόν. Ή διπλωματία έτοποθέτησε τό Μελένικο μέσα στά σύνορα τής Βουλγαρίας. Τό έτοποθέτησε όπως τοποθετεί κανείς ένα άψυχο πράγμα.  Άλλά τό Μελένικο δέν ήταν πράγμα, ήταν ψυχή καί μάλιστα ψυχή Ελληνική.

Τήν 30η ’Ιουλίου 1913 συγκροτείται μέγα συμβούλιο τών κατοίκων καί λαμβάνεται ή μεγάλη άπόφαση νά μεταναστεύσουν οί Μελενίκιοι στήν Ελλάδα. Άλλά τά κτήματά τους; Τά σπίτια τους; Τά άγαθά τους; Αυτά θά γίνουν βουλγαρικά. Ας γίνουν! Οί Μελενίκιοι έχουν ψυχήν καί όχι μόνον στόμαχον.

 Καί οί Μελενίκιοι κατέρχονται στήν Ελλάδα, ή οποία δέν άπέχει άλλωστε παρά μόνον 30 χιλιόμετρα.

Οί τρυπητές σπάζουν, τά βαρέλια άνοίγουν καί αί χιλιάδες οκάδες τού μοσχομυρισμένου Μελενικιώτικου κρασιού χύνονται καί πλημμυρίζουν ποτάμι ολόκληρο τούς κατηφορικούς δρόμους τού Μελενίκου, θυσία τής ψυχής τού Μελενίκου στή Θεά ’Ελευθερία.

Καί οί Μελενίκιοι, συναποκομίζοντες τά ιερά τους κειμήλια καί έλάχιστα άπό τά υπάρχοντά τους, όπως ό ήρωας τής Τροίας Αινείας άπήλθε φέρων στούς ώμους του τόν γηραιό πατέρα του, έτσι καί αυτοί εκπατρίζονται καί έγκαθίστανται οί περισσότεροι στό Σιδηρόκαστρο καί οί λοιποί στίς Σέρρες καί στή Θεσσαλονίκη, γιά νά άρχίσουν μία καινούργια ζωή, ζωή προσφυγική, άλλά στεφανωμένη μέ τή μεγαλύτερη ευτυχία που υπάρχει στον κόσμο: Τήν Ελευθερία τους…!

Τό Μελένικο άνέδειξε καί έξέχοντες άνδρες πού διακρίθηκαν στά Γράμματα καί τίς ’Επιστήμες, όπως

  1. Τόν Μανασσή Ήλιάδη, ιατρό καί λόγιο, πού εγινε τό 1780 Διευθυντής τής Ακαδημίας τού Βουκουρεστίου,
  2. Τόν Αναστάσιο Παλλατίδη, οικογενειακό ιατρό τής αυλής τών Αψβούργων καί μέλος τής έν Βιέννη ’Ιατρικής Συνδιδακτορίας άπό τού έτους 1830,
  3. Τόν Αναστάσιο Χρηστομάνο, ιδρυτή τού Χημείου καί Καθηγητή τής Χημείας τού Πανεπιστημίου Αθηνών. Σημειωτέον ότι ή οικογένεια Χρηστομάνου ειχε μέλη έγκατεστημένα στή Βιέννη άπό τού έτους 1790, τά όποια είχαν εμπορικές σχέσεις μέ Μελενικίους εμπόρους καί έπροστάτευαν τά συμφέροντα τής Κοινότητος τού Μελενίκου.

Τό Μελένικο μέ τίς πολλές παραδόσεις του δέν άνέδειξε μόνον όνομαστούς εκπαιδευτικούς καί άλλους πνευματικούς άνθρώπους, άλλά επίλεκτο τέκνο αυτού υπήρξε καί ό Άναστάσιος Πολυζωίδης, ό διακεκριμένος αυτός λόγιος, πολιτικός καί δικαστής, ό όποίος εγινε ευρύτερα γνωστός καί θά παραμείνη έσαεί υπόδειγμα -καί φωτεινό παράδειγμα πρός μίμησιν- άμερόληπτου καί άδέκαστου δικαστού, εκ τού ότι ώς Πρόεδρος τού συγκροτηθέντος στό Ναύπλιο εκτάκτου δικαστηρίου, άρνήθηκε ρητώς μαζί μέ τόν συνάδελφό του Γεώργιο Τερτσέτη, νά ύποκύψη στίς πιέσεις τών Βαυαρών καί νά καταδικάση σέ θάνατο -όπως τού ζητούσαν- επί έσχάτη προδοσία, τόν Θεόδωρο Κολοκοτρώνη καί τόν έξάδελφό του Δημήτριο Πλαπούτα.

Κυρίες καί Κύριοι,

‘Ύστερα άπό όσα είχα τήν τιμή νά σας άναφέρω μέ κάθε δυνατή συντομία στά περιωρισμένα χρονικά πλαίσια αυτής τής ομιλίας μου, άνενδοίαστο βγαίνει τό συμπέρασμα, ότι τό άπό άπομνημονεύτων ετών, Ελληνικότατο Μελένικο, αυτός ό Ακρίτας τού Βορρά, όπως πολύ χαρακτηριστικά καί προσφυώς τό άποκαλεί ό Πέτρος Σπανδωνίδης, μέσα άπό τους κρημνούς του, άπό τά φαράγγια του, άπό τούς μυτερούς του βράχους, εβγαλε γιά τόν Ελληνισμό πολύτιμες φυσιογνωμίες μέ σπάνια πνευματικά χαρίσματα, οί όποίες διακρίθη- καν καί ελαμψαν στό Πανελλήνιο στερέωμα. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται οί Αναστάσιος Πολυζωίδης, Αναστάσιος, Αντώνιος καί Κωνσταντίνος Χρηστομάνος, Αναστάσιος Παλλατίδης, Αικατερίνη Λασκαρίδου κ.π.ά.

Άτυχώς, οί Μελενίκιοι δέν ευτύχησαν νά ϊδουν, όπως οί Σερραίοι, τήν πόλη τους ελεύθερη καί συμπεριλαμβανόμενη στό Ελληνικό Κράτος, όπως αύτό διαμορφώθηκε μέ τή Συνθήκη τού Βουκουρεστίου τής 28ης Ιουλίου 1913 καί εξαναγκάσθηκαν νά τήν έγκαταλείψουν εντεύθεν τών νέων συνόρων καί συναποκομίζοντες τά παλλάδια καί λίγα οικιακά τους σκεύη, έγκαταστάθηκαν οί περισσότεροι στό Σιδηρόκαστρο καί άλλοι στίς Σέρρες, τή Θεσσαλονίκη καί σέ άλλες πόλεις.

Όπου, όμως, καί άν έγκαταστάθηκαν καί διαβιούν οί Μελενίκιοι, δέν ξεχνούν ποτέ τήν ιδιαίτερη πατρίδα τους, τό πολυθρύλητο Μελένικο, γιά τό όποίο άναφέρονται πάντοτε μέ ιδιαίτερη συγκίνηση, υπερηφάνεια καί άγάπη, σεμνυνόμενοι γιά τή Μελενικιώτικη καταγωγή τους.