Η κοινοτική οργάνωση στο Μελένικο

Κατά την αρχαιότητα στην περιοχή του Μελένικου κατοικούσαν Μαίδοι, δηλαδή θρακικά φύλα . Οι βυζαντινοί ίδρυσαν εκεί ένα φρούριο περί τα 800 π.Χ. και έπειτα ιδρύθηκε μία αποικία (1190 π.Χ.) από κατοίκους της Φιλιππουπόλεως με σκοπό την αναχαίτιση των «σλαυοβούλγαρων» που κατοικούσαν βορειότερα . Στους νέους κατοίκους τους εκ Φιλιππουπόλεως προστέθηκαν στη συνέχεια και Κρήτες της περιοχής των Σφακίων, οι οποίοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το νησί εξαιτίας των Ενετικών πίεσεων. Μετά την εξέγερση της Νάουσας προστέθηκαν στον πληθυσμό και Ναουσαίοι (30 οικογένειες).

Κατά το α’ μισό του 16ου αιώνα, το Μελένικο συγκαταλεγόταν στις πόλεις με καθαρά χριστιανικό πληθυσμό σε ποσοστό 90-100%. Πριν από την παρακμή του, στα τέλη του 18ου αιώνα, το Μελένικο υπήρξε κύριο εμπορικό και παραγωγικό κέντρο, και οι πλούσιες εταιρείες του έστελναν αντιπροσώπους στην Ιταλία και στην Αυστρία.

Οι συνοικίες του Μελένικου όπως παρουσιάζονται από τον Σπανδωνίδη είναι οι εξής: Ποταμός, Μπας-Μαχαλές, Βαρόσι, Αρμενιά, Κατσιβελιά, Μούρτζος.

Η εξήγηση που παραθέτει ο Πέννας στο βιβλίο του είναι βασισμένη στην θέση του Φάνη Μιχαλόπουλου, Νεοελληνική παράδοση (σκέψεις πάνω στην εθνότητα) και προσπαθήσει να δικαιολογήσει την αύξηση της εξουσίας των κοινοτικών αρχόντων συνδέοντας την με την εξασθένιση της δύναμης των «κατακτητών», δηλαδή της κεντρικής οθωμανικής εξουσίας, παραθέτουμε το συγκεκριμένο απόσπασμα «Όσο εξασθενούσε η δύναμη των κατακτητών τόσο το κοινοτικό σύστημα ενισχυόταν και κατακτούσε περισσότερα. Εξαγοράζοντας και δωροδοκόντας και εξαπατώντας την Κεντρική Διοίκηση, κατόρθωναν οι προεστώτες να πλαταίνουν τον κύκλο της δικαιοδοσίας των, ώστε με το χρόνο να κατέστησαν την εξουσία τους «Κράτος εν Κράτει».

Το Καταστατικό του Μελενίκου τυπώθηκε από κάποιον «ευπατρίδη» της Κωνσταντινούπολης που φαίνεται να είναι εγκατεστημένος στη Βιέννη της Αυστρίας. Οι μόνες άμεσες πληροφορίες που έχουμε για τον τρόπο κοινοτικής διοικήσεως λοιπόν στο Μελένικο πηγάζουν από το πρώτο γραπτό καταστατικό του («Σύστημα ή Διαταγαί») του 1813. Το καταστατικό υπογράφεται από τους «εγκριτότερους» πολίτες, από τα εσνάφια και από τον μητροπολίτη Άνθιμο. Ακόμα λιγότερες είναι οι πληροφορίες που διαθέτουμε για την κοινωνική διάρθρωση της κοινότητας του Μελενίκου πριν το καταστατικό του 1813.

Η κοινωνία αυτή ήταν χωρισμένη σε δύο τάξεις: τους τσορμπατζίδες, δηλαδή προύχοντες και από την άλλη τους ποχειρίες (υποχείριους), δηλαδή τα μη ηγετικά στρώματα. Η κοινωνική και πολιτική διαστρωμάτωση βασίζεται στην αρχή της καταγωγής, και όχι αναγκαστικά στον πλούτο. Η κοινωνική κινητικότητα είναι κατά συνέπεια ανύπαρκτη.

Από το καταστατικό αυτό μαθαίνουμε για τη διαχείριση των κοινών, η οποία ορίζει την διεξαγωγή ετήσιας συνέλευσης με στόχο την εκλογή δύο συλλογικών αιρετών οργάνων, τους Επιτρόπους του Κοινού και τους Εφόρους, με διαφορετική το καθένα κοινωνική προέλευση και διαφορετικές αρμοδιότητες.

Είκοσι «νουνεχείς και φρόνιμοι» Μελενικιώτες κάθε τάξεως εξέλεγαν τρεις Επιτρόπους, που είχαν ευρύτερες αρμοδιότητες, και τρεις Εφόρους  εκ των προκρίτων πολιτών, που είχαν περιορισμένες αρμοδιότητες σε σχέση με εκείνες των Επιτρόπων  .
Τα δύο συλλογικά όργανα είχαν την οικονομική διαχείριση και εποπτεία των κοινών και σε σοβαρά θέματα συνεδριάζαν μαζί και αποφάσιζαν από κοινού.  Από το καταστατικό πληροφορούμαστε ότι τα όργανα αυτά μετείχαν στο εκκλησιαστικό δικαστήριο μαζί με τον επίσκοπο.

Ωστόσο, προκύπτουν δύο ζητήματα προς διερεύνηση:

  1. ότι δεν αναφέρεται ο τρόπος της συγκρότησης της συνέλευσης των αδερφών (το ποιος και πως)
  2. ότι η αναφορά στην κατάργηση των ταξικών περιορισμών δεν είναι ουσιαστικός. Δηλαδή ασφαλώς δεν υπάρχει η έννοια της ελεύθερης συμμετοχής πάσης τάξεως στην ηγετική τάξη.

Επιπροσθέτως, το άρθρο 5  μας πληροφορεί για τα απαραίτητα προσόντα των μελών του κυβερνητικού σώματος, δηλαδή των Επιτρόπων του Κοινού, οι οποίοι εκτός από «φρόνιμοι» θα πρέπει να διαθέτουν και μία οικονομική ευμάρεια, αφού θα πρέπει να δουλεύουν για την πατρίδα για ένα ολόκληρο έτος με ζήλο και αμισθί.

Στο εν λόγω καταστατικό εμφανίζεται ο συμβιβασμός των παλαιών και των νέων δυνάμεων, ακόμα αποτελεί μία μαρτυρία μιας προωθημένης σύλληψης του ρόλου της αυτοδιοικούμενης κοινότητας . Ακόμη θα πρέπει αν προστεθεί το γεγονός ότι το εν λόγω καταστατικό είναι αφοριστικό για το κοινοτικό παρελθόν . Σημαντικός παράγοντας της μεταβολής διαφαίνεται πως είναι τα αστικά στοιχεία.

Το αριστοκρατικό σύστημα του Μελενίκου, κρίνοντας με βάση την αποκλειστικότητα που επιφυλάσσει για τους «πρόκριτους πολίτες», μόνο αν συγκριθεί με την περίπτωση των αμιγώς βλαχικών περιοχών Μετσόβου, Συρράκων, Μοσχόπολης και Καλαρρύτων, δεν δύναται να χαρακτηριστεί αριστοκρατικό.

Το 1860 ο κανονισμός υπέστη την πρώτη τροποποίηση. Ο  Δημήτριος Λάσκαρις αρχιδιδάσκαλος του «Ελληνικού Σχολείου» Μελενίκου, το 1860 ζήτησε να απαλλαγεί της κηδεμονίας των  εφόρων και των επιτρόπων. Βρήκε σύμμαχο τον ευρισκόμενο στη Βιέννη, επίτροπο Μελενίκου, Κωνσταντίνο Χρηστομάνο.

Μετά από πολλές «ανωμαλίες», στη γενική συνέλευση του 1891 τροποποιήθηκε ο παλαιός κανονισμός και ιδρύθηκε νέα αρχή η «εφορεία των εκπαιδευτικών καταστημάτων». Οι νέοι έφοροι ήταν τέσσερις και σε αυτούς περιήλθε όλη η διαχείριση της σχολικής περιουσίας, η οποία αποσπάστηκε από την περιουσία του Κοινού. Η δε αρχή των εφόρων και επιτρόπων με μειωμένη εξουσία διατηρήθηκε μέχρι το 1892. Κατά το ίδιο έτος συντάχθηκε νέος κανονισμός, έτσι λοιπόν αντί των έξι εφόρων και επιτρόπων θα εκλέγονταν οχτώ (αυτό συνέβη αρχικά) και έπειτα δέκα «δημογέροντες», από ογδόντα εκλογείς και όχι από τη συνέλευση των είκοσι «αδερφών». Η αρχή των δημογερόντων διατηρήθηκε μέχρι το 1914 .

Κατά το 1902, η δημογεροντία διαιρείται στην «εφορεία των εκπαιδευτηρίων» και στην «εφορεία των φιλανθρωπικών κληροδοτημάτων». Η δημογεροντία συγκέντρωνε πάλι κάθε εξουσία, όπως συνέβαινε και με τους εφόρους και τους επιτρόπους μέχρι το 1861. Αλλά από το 1902, της δημογεροντίας προΐστατο ο Μητροπολίτης, προεδρεύων ουσιαστικά και στις δύο προαναφερθείσες εφορείες. Την παλαιά «επιτροπή των έξι» που διαχειριζόταν τα κοινά, διαδέχθηκε η αρχή, κυρίως ενός ανδρός, του Δεσπότη, ο Ιωακείμ Φορόπουλος ήταν αυτός που διετέλεσε πρώτος. Ο Μητροπολίτης ήταν ο ανώτατος ρυθμιστής των ζητημάτων του Κοινού «ως μόνος υπεύθυνος έναντι της εκκλησίας και της Πολιτείας».

Παρακάτω, θα σταθούμε στα βασικά σημεία του κοινωνικού προγράμματος, προκειμένου να αναδείξουμε το νέο ρόλο των αστικών δυνάμεων στην αυτοδιοικούμενη κοινότητα Μελενίκου. Το πρόγραμμα μπορεί να χωριστεί σε δύο σκέλη: το πρώτο αφορά την εκπαιδευτική και την πολιτισμική δραστηριότητα της κοινότητας και το δεύτερο αφορά το σύστημα πρόνοιας και αρωγής.

Η εκπαιδευτική πολιτική της κοινότητας έγκειται στην καθιέρωση της δημόσιας παιδείας, και η ίδρυση δύο μόνιμων σχολείων ενός κοινού και ενός ελληνικού. Το κοινό σχολείο θα μαθαίνει στα παιδιά γραφή και ανάγνωση, την ορθόδοξη πίστη και τα χρηστά ήθη. Ενώ, στο ελληνικό σχολείο, στο οποίο θα υπάρχουν δύο βαθμίδες εκπαίδευσης, η ανώτερη και η κατώτερη (άρθρο 20). Η εκπαίδευση θα παρέχεται σε όλους δωρεάν. Η δαπάνες θα καλύπτονται από την «Κάσσαν» του Κοινού.

Η αρμοδιότητα της κοινοτικής εξουσίας στα εκπαιδευτικά ζητήματα είναι εποπτική. Οι βασικές κατευθυντήριες αρχές του 1813 είναι:

  1. Η πρόνοια για να έχουν πρόσβαση στην εκπαίδευση όλα τα παιδιά, ακόμη και εκείνα των ενδεών, αλλά ακόμα περισσότερο η οικονομική τους στήριξη
  2. Η καθιέρωση της δημόσιας εποπτείας των Σχολείων από την κοινοτική εξουσία, αλλά και της κοινωνικής εποπτείας (θέματα ηθικού και ιδεολογικού περιεχομένου)
  3. Τέλος η διαγραφή οποιασδήποτε κοινωνικής διάκρισης ανάμεσα σε μαθητές κατά τις εκπαιδευτικές διαδικασίες

 

Όσον αφορά το σύστημα πρόνοιας και αρωγής στο άρθρο 12 ορίζεται ότι η ελεημοσύνη προς τους φτωχούς ανήκει αποκλειστικά στην αρμοδιότητα των Επιτρόπων του Κοινού, δηλαδή στην κεντρική κοινοτική εξουσία. Έπειτα, η ανάληψη των φορολογικών βαρών από αυτή με κάποια σοβαρή αιτιολογία.

Η προωθημένη πολιτική πρόνοιας συμπεριλαμβάνει και τους παρεπιδημούντες ξένους στην κοινότητα. Στα πλαίσια της ίδιας αντίληψης για την κοινωνική ζωή εντάσσεται και η πολιτική για την βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των φυλακισμένων. Έναν αιώνα μετά ιδρύθηκαν και δυο σύλλογοι στο ίδιο πνεύμα, ένας γυναικείος, η «Αρμονία» (1909) και ένας ανδρικός, ο «Σύνδεσμος ευελπίδων Μελενίκου» (1906) . Ακόμη, ο Ειρηναίος ίδρυσε το 1906 τη Φιλόπτωχο Αδελφότητα Κυριών «Πέτρου και Παύλου».

Το καταστατικό αποτυπώνει τις ευρύτερες αντιλήψεις για τον οικονομικό και δημοσιονομικό ρόλο που στοχεύει να αναλάβει η κοινότητα. Καταρχάς λαμβάνονται σοβαρά μέτρα για τη διασφάλιση του κεφαλαίου, περιορίζοντας τον κύκλο των υποψηφίων να αντλήσουν πιστώσεις από τα αποθέματα της κοινότητας, προνοείται ένα ορισμένο ανώτατο και σταθερό ύψος επιτοκίου στα δώδεκα τις εκατό.

Στις οικονομικές αρμοδιότητες συμπεριλαμβάνονται η διαχείριση των κεφαλαίων του Κοινού και των εργαστηρίων είτε οποιουδήποτε άλλου ακινήτου της κοινότητας που ενοικιάζεται (άρθρο 3). Η φροντίδα του «Κουτείου των πτωχών» και η προαιρετική ενίσχυση της «Κάσσας» του Κοινού αποτελούσαν σημαντικές δραστηριότητες που ενίσχυαν το μοντέλο κοινωνικής πρόνοιας. Η επιβολή και η είσπραξη φόρων τέλος αποτελούσε βασική οικονομική αρμοδιότητα της κοινότητας.

Πιο συγκεκριμένα, οι πρόσοδοι του Κοινού (1901)  προέρχονται από:

  1. Τόκοι δανείων
  2. Ενοίκια
  3. Περισσεύματα των εκκλησιών
  4. Τόκοι κληροδοτημάτων Καπάνου

Ενώ οι πρόσοδοι των σχολείων προέρχονται από:

  1. Τοκομερίδια κληροδοτημάτων
  2. Κηροπωλείο
  3. Τόκοι δανείων
  4. Βαφτιστικών
  5. Διάλυση αρραβώνων
  6. Ενοικία
  7. Επικυρώσεις διαθηκών
  8. Επιδομάτα
  9. Δίσκοι

Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να σημειώσουμε ότι οι πιστοδοτικές πρωτοβουλίες της κοινότητας λειτούργησαν καταλυτικά για την κοινωνική αυτονομία και την ίδια την εξέλιξη της αυτοδιοίκησης. Επομένως παρατηρούμε την οργάνωση με βάση ένα μοντέλο συγκεντρωτικής κεντρικής διοίκησης και της δημιουργίας ενός πλήρους συστήματος αναπτύξεως  των κοινοτικών πόρων. Από την άλλη μεριά παρατηρείται η αποκεντρωτική λειτουργία των ενοριακών κυττάρων αυτοδιοίκησης, των συντεχνιών και της εκκλησίας. Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι οι αστοί επέδειξαν μια δυσπιστία ως προς τις κοσμικές δραστηριότητες του κλήρου.

Το συμπέρασμα που μπορούμε να εξάγουμε σε αυτό εδώ το σημείο από το καταστατικό είναι ο υποβιβασμός των εκκλησιαστικών φορέων σε απλά εκτελεστικά όργανα, αλλά και η παράλληλη ισχυροποίηση των Επιτρόπων και των Εφόρων του Κοινού.

 

Κείμενο από το ιστολόγιο:
Έντυπα της Οθωμανικής Επικράτειας και του Ελλαδικού Χώρου (19ος – 20ος αιώνας)