06/03/16: Επιτυχής η εκδήλωση εις μνήμην του Αν. Παλλατίδη

Αφίσα_ΣΕΜ_2016_smallΤελέστηκε σήμερα (6/3/16) το πρωί το 168ο Αρχιερατικό Μνημόσυνο του Αναστάσιου Παλλατίδη, στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Γεωργίου. Αμέσως μετά πραγματοποιήθηκε  εκδήλωση, στο κέντρο “Ομόνοια” κατά την οποία  παρουσιάστηκε  το βιβλίο της Αικατερίνης Κουμλίδου “ΜΕΛΕΝΙΚΟΝ…των Ελλήνων οι κοινότητες“.

Το βιβλίο παρουσίασε  ο τακτικός καθηγητής του τμήματος Βαλκανικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας  Κωνσταντίνος Νιχωρίτης, ενω η κυρία Αικατερίνη Κουμλίδου μίλησε με θέμα “Η εκπαίδευση στο Μελένικο κατά τον 19ο αιώνα και η συμβολή του Αναστασίου Παλλατίδη στη λειτουργία της Σχολής Μελενίκου“.

Ο κ. Πέτρος Κοκόζης διάβασε την διαθήκη του Παλλατίδη, ενω ο Λαογράφος κ. Αδαμόπουλος απήγγειλε ποίημα της εποχής.

Ακολούθησε μουσικό πρόγραμμα με την Μικτή Χορωδία του Συλλόγου “Φίλοι Βυζαντινής και Δημοτικής Μουσικής Σιδηροκάστρου” υπό την διεύθυνση του Νικόλαου Καλαϊτζή.  Η σοπράνο Κατερίνα Μακρή τραγούδησε τον Ύμνο εις την Ιερόν Σκιάν του Παλλατίδη σε στίχους Γαϊου Λαζάρου και μουσική Giuseppe Verdi.

Στην εκδήλωση που σημείωσε επιτυχία, παρευρέθηκαν μεταξύ των άλλων, ο δήμαρχος Σιντικής Φώτης Δομουχτσίδης, ο αντιδήμαρχος Τάσος Αβραμίδης, ο πρόεδρος του Τοπικού Συμβουλίου Σίμος Ιωαννίδης, ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Μακεδονικών Συλλόγων Γιώργος Τάτσιος και πλήθος κόσμου.

P3060099

P3060110

P3060111


Ακολουθεί η ομιλία της κ. Αικατερίνης Κουμλίδου με θέμα “Η εκπαίδευση στο Μελένικο κατά τον 19ο αιώνα και η συμβολή του Αναστασίου Παλλατίδη στη λειτουργία της Σχολής Μελενίκου”:

Αξιότιμες Κυρίες και Κύριοι, επίσημοι προσκεκλημένοι

Επιτρέψτε με πρώτα από όλα να ευχαριστήσω τον πρόεδρο του Συνδέσμου Ευελπίδων Μελενίκου κ. Ραδόβαλη, καθώς και τα μέλη του Δ.Σ. για την τιμητική πρόσκληση που μου απηύθυναν να είμαι ομιλήτρια στην καθιερωμένη εκδήλωση μνήμης και τιμής για τον Αναστάσιο Παλλατίδη με θέμα:

«Η εκπαίδευση στο Μελένικο κατά τον 19ο αιώνα και η συμβολή του Αναστάσιου Παλλατίδη στην λειτουργία της Σχολής Μελενίκου»

Πρέπει να ομολογήσω ότι είμαι ιδιαίτερα συγκινημένη, βρισκόμενη σήμερα εδώ ανάμεσα σε σας που ακούραστα υπερασπίζεστε τις διαχρονικές αξίες του Μελενίκου κρατώντας την μνήμη ζωντανή, αλλά και επειδή αναβιώνουν αναμνήσεις της νιότης μου, όταν ερχόμουν με την οικογένειά μου για να αποτίσουμε την πρέπουσα τιμή στον ευεργέτη της εκπαίδευσης Αναστάσιο Παλλατίδη και ταυτόχρονα να ανανεώσουμε τους δεσμούς μας με τις ρίζες μας αναβαπτιζόμενοι στο πνεύμα του Μελενίκου, της γενέτειρας των προπατόρων μας. Είμαι ευγνώμων, γιατί μου δίνετε αυτή την ευκαιρία να εκπληρώσω ένα ηθικό χρέος προς την οικογένειά μου που μου ενέπνευσε την αγάπη για το Μελένικο και, κυρίως, προς τους προγόνους μου τον Αλέξιο Γ. Τζιέρη, Άρχοντα Εκκλησιών και ευεργέτη του Ελληνικού Σχολείου, που υπέγραψε και το πρώτο καταστατικό του Κοινού Μελενίκου, την Άννα Αλ. Τζιέρη, τον Τιμιώτατον Αρχιδιδάσκαλον Γεώργιο Αλ. Τζιέρη, την Σούλα Τζιεροπούλου, διευθύντρια του Παρθεναγωγείου, τον Πάνο Θ. Τζιερόπουλο, διδάσκαλο της Σχολής, τους Μακεδονομάχους Μιχαήλ Θ. Τζιερόπουλο και Ιωάννη Δημ. Κουμλίδη (Κουμλή) και την διακριθείσα απόφοιτη της Σχολής, Αικατερίνη Θ. Τζιεροπούλου-Κουμλίδου.

Κυρίες και Κύριοι,

Η παιδεία υπήρξε το προαιώνιο όπλο του Ελληνισμού και μ’ αυτό αναπτύχθηκε και πολλαπλασιάστηκε η δύναμή του σε συνάρτηση με τους σχολικούς μηχανισμούς που συντέλεσαν στην κινητικότητα και την αυτοπεποίθηση του έθνους. Τα στοιχεία που είναι διαθέσιμα αποδεικνύουν ότι θα ήταν δύσκολη η επιβίωση του Ελληνισμού στην περιοχή Μελενίκου, αν δεν λειτουργούσαν αντίρροπες δυνάμεις, όπως η κοινοτική οργάνωση, η ίδρυση σχολείων και συλλόγων, η δράση των εκκλησιαστικών παραγόντων και η συνδρομή του Ελληνισμού της Διασποράς. Από τα μέσα του 17ου αιώνα ο ελληνικός πληθυσμός της Μακεδονίας γνώρισε οικονομική άνθηση παρά τις αυθαιρεσίες της οθωμανικής εξουσίας και τα αλλεπάλληλα ιστορικά γεγονότα. Οι Μελενίκιοι με την ελληνική γλώσσα και την ελληνοχριστιανική παράδοση διατήρησαν όλα εκείνα τα ιδεολογικά στοιχεία που συντέλεσαν στην επιβίωσή τους επί αιώνες. «Η πνευματική του έθνους τούτου ύπαρξις και ισχύς, ουδέ στιγμήν καν μία διεκόπη. Οι Πλάτωνες, οι Αριστοτέλες και οι λοιποί της Ελλάδος δαιμόνιοι νόες εκυριάρχησαν υπέρ πολλούς κραταιούς δυνάστας και μηδέποτε, και εν ταις θλιβερωτάταις της δουλείας τους ημέραις, λησμονήσαντες την ευκλεά καταγωγήν τους, και μηδέποτε αμελήσαντες να εμπνέονται από των προγονικών τους παραδειγμάτων», σημειώνει ο Πολυζωίδης.

Οι διανοούμενοι της εποχής, οι απόδημοι και οι αστοί «κήρυτταν» τα πλεονεκτήματα της κλασσικής παιδείας, στήριζαν την έκδοση βιβλίων βασισμένων στην επιστημονική γνώση και την κοσμική προσέγγιση της ιστορίας. Επιθυμούσαν ένα σχολείο σύγχρονο, χωρίς την εξάρτησή του από την εκκλησιαστική εποπτεία, ικανό να ενθαρρύνει την προσαρμογή των μαθητών στα νέα οικονομικά δεδομένα με ιεράρχηση της σχολικής γνώσης και την κατάρτιση εκπαιδευτικών σε σύγχρονα σχολικά συστήματα. Πίστευαν ότι ένας σύγχρονος εκπαιδευτικός μηχανισμός αποτελούσε την σημαντικότερη επένδυση, όχι μόνο για την παραγωγή στελεχών για τις μικρο-επιχειρήσεις τους αλλά και για την αναπαραγωγή της κυρίαρχης ιδεολογίας τους. Το Μελένικο λόγω της γεωγραφικής του θέσης και της επικοινωνίας με την Ευρώπη ήταν χώρος όπου η διείσδυση της αστικής ιδεολογίας από τον 18ου αιώνα ήταν παντού αισθητή. Η αποδημία των Μελενικίων είχε ήδη προηγηθεί στην Βαλκανική και την Κ. Ευρώπη από τα μέσα του 17ου αιώνα λόγω της οικονομικής δυσπραγίας που αντιμετώπιζαν αλλά και εξ αιτίας της οθωμανικής κακοδιοίκησης. Γράφει ο Εμμ. Βασκίδης, απόφοιτος του Ελληνικού Σχολείου. «Η τότε των κρατούντων Οθωμανών οιστρήλατος καταδυναστεία είχε φέρει το άνθος των κατοίκων της εις παντελή μηδενισμόν, καθώς και εις αειφυγίαν είχον βρεθεί οι μέχρι τούδε πλέον έγκριτοι υιοί της».

Οικογένειες Μελενικίων εγκαθίστανται στο Σιμπίου, στο Σεμλίνο, στο Βελιγράδι, στο Μπρασόβ, στην Βιέννη, στην Πέστη, στο Γεούργεβον, στο Τεμεσβάρ, στο Γαλάτσι, στο Ιάσιο, στο Ρουστούκ, στην Σόφια, στην Φιλιππούπολη, στο Βουκουρέστι, στο Μάντσεστερ, στο Λονδίνο, στο Κάιρο, στην Αλεξάνδρεια, στην Κωνσταντινούπολη, και μεταξύ αυτών και οι οικογένειες Βουκάρα και Παλλατίδη. Διακρίθηκαν στις τραπεζικές εργασίες, στο εμπόριο, στις επιχειρήσεις, στις μεταφορές, στις επιστήμες και επηρέασαν με την σειρά τους την οικονομία, την εκπαίδευση και τον πολιτισμό της πατρογονικής γης. Αντιμετωπίζοντας τον πλούτο ως κοινωνικό ζήτημα που αφορούσε όλους, συνέβαλαν στην πρόοδο της γενέτειρας.

Οι πολιτικές συνθήκες που άλλαζαν ταχύτατα και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα του διαφωτισμού οδήγησαν στην ψήφιση το 1813 του Καταστατικού χάρτη Μελενίκου με τίτλο «Σύστημα ή Διαταγαί», ο οποίος συντάχτηκε από ευπατρίδη Μελενίκιο της Κωνσταντινούπολης και εκδόθηκε με δαπάνες του στην Βιέννη. Μετέβαλε την κοινωνική δομή του Μελενίκου, ο οποίος εξελίχθηκε σε συγκροτημένη κοινωνία με όργανα που δρούσαν συλλογικά και αυτοελέγχονταν. Ως 1860 καθόρισε με κάθε λεπτομέρεια την λειτουργία της ελληνικής κοινότητας και της σχέσης της με την εκπαίδευση και την εκκλησία. Κατέδειξε την σημασία του συντονισμού και της συνεργασίας των κοινοτικών, εκπαιδευτικών και εκκλησιαστικών θεσμών και της ενεργούς συμμετοχής των πολιτών στα κοινά. Ενίσχυσε το ενδιαφέρον τους για την μόρφωση των τέκνων τους και καλλιέργησε τον ανθρωπισμό και την κοινωνική αλληλεγγύη. Συνέτρεχον οι Μελενίκιοι όλαις δυνάμεσι εις το κοινόν όφελος και την εκπαίδευση των πολιτών, διότι είχον το Κοινόν Μελενίκου και τους άρχοντας, που ήταν ο καθένας τους ένα Κοινόν, διότι εβοηθούσαν χωρίς να αποβλέπωσι εις αμοιβήν και κέρδος. Και τότε ευτύχει η μικρά πατρίς μας», σχολιάζει ο Δ. Καλαμβακίδης.

Είναι βέβαιο ότι χωρίς τις χορηγίες των αποδήμων και των ευπατρίδων Μελενικίων, όπως του Γ. Χατζηνικολάου, του Κ. Κοπάνου, του Γ. Χατζηνούλη, του Μανασσή Ηλιάδη, του Μανώλη Κορδουπάλου, του Μ. Μελέγκοβιτς, του Χρηστομάνου, του Παπα-Δημητρίου Τούφα, του Αλεξίου Γεωργίου -Τζιέρη, του αρχιδιακόνου Ιωακείμ κ.ά. η Σχολή θα έπαιζε έναν δευτερεύοντα ρόλο στο Μελένικο. Το παράδειγμα αυτών των ευεργετών ακολουθεί και πολλαπλασιάζει αργότερα ο Αναστάσιος Παλλατίδης.

Το Ελληνικό Σχολείο ή Σχολή Μελενίκου ή Σχολή, όπως ονομαζόταν το δευτεροβάθμιο σχολείο, λειτουργούσε και πριν το 1813 και ήταν ήδη γνωστό ευρύτερα, επειδή φημισμένοι διδάσκαλοι συνέβαλαν στην αναβάθμισή του, όπως ο Αλέξανδρος Τυρνοβίτης, ο Δημήτριος Βαρδάκας, ο Μιχαήλ Παπαγεωργίου, ο Μανασσής Ηλιάδης, ο Αδάμ Τσαπέκος κ. ά. Στόχος τους ήταν η καθολική μόρφωση και η πνευματική καλλιέργεια των μαθητών.

Κυρίες κα Κύριοι,

Βρισκόμαστε στην εποχή που η τάξη των εμπόρων και μεταπρατών είχαν ήδη μεταβάλλει την πόλη του Μελενίκου σε αξιόλογο εμπορικό κέντρο της περιοχής με τα φημισμένα προϊόντα του. Επιθυμία τους ήταν η λειτουργία ενός σχολείου που θα ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα. Με τον επανασχεδιασμό του εκπαιδευτικού πλαισίου της Σχολής το 1813 άρχισε μια ενδιαφέρουσα περίοδος για την εκπαίδευση. Στην εξέλιξη αυτή συντέλεσε η εφαρμογή των νέων φιλοσοφικών, παιδαγωγικών και εκπαιδευτικών ιδεών του ευρωπαϊκού και του νεοελληνικού διαφωτισμού. «Πού τότε εις εκείνους τους χρόνους ευρίσετε τινάς Σχολείον Ελληνικόν κοσμούμενον από σοφόν και εν διδασκάλοις του έλληνος λόγου άριστον; Εις τον Μελένικον βέβαια», σημειώνει ο Καλαμβακίδης.

Σκοπός ήταν οι νέοι να γνωρίζουν το Ελληνικό Αλφάβητο, να αναγιγνώσκουν ελεύθερα, να διδάσκονται την κατήχηση και τα χρηστά ήθη, μα κυρίως να γίνουν άξιοι του Ελληνικού ονόματος, άξιοι συνεχιστές του των Ελλήνων Δαιμονίου ονόματος με την αρχαιοελληνική σημασία του όρου. Για τους Μελενίκιους σπουδαίος ήταν ο σπουδαγμένος, ο άνθρωπος της Παιδείας, της βασισμένης στο σύστημα Αξιών, Ιδεών και Προτύπων, τα οποία ο Ελληνισμός προτείνει για την διαμόρφωση και την ευτυχία του Ανθρώπου μέσα από την μεταμορφωτική δύναμη των αρχαίων κειμένων. Η ανανεωτική επίδραση του κλασσικού παρελθόντος και ο σύγχρονος κοινωνικο-πολιτικός στοχασμός αντιμετωπίστηκε ως η μοναδική εγγύηση για την καθολική μόρφωση του ανθρώπου, την πολιτική του χειραφέτηση και την απελευθέρωσή του από τον οθωμανικό ζυγό. Η μαρτυρία του Πολυζωίδη, απόφοιτου είναι αποκαλυπτική για το ρόλο της κλασσικής παιδείας. «Η Παιδεία την οποία ελάβαμεν δια την εξ απαλών ονύχων εις Έλληνας Συγγραφείς εγκύψεώς μας και τας αρχάς, όπως η ανεξαρτησία των φρονημάτων, του χαρακτήρος η σταθερότης, ήτο, και θέλει είναι, εν όσω ζώμεν, ο τελικός όρος, το άκρον άωτον της εθνικής διαγωγής μας….».

Η συναντίληψη όλων των παραγόντων της κοινότητας για την αξία μιας εκπαίδευσης «χωρίς ιδιαίτερες διακρίσεις» πλούτου, καταγωγής ή εθνικότητας είχε ως αποτέλεσμα την προσέλευση των περισσότερων νέων στα σχολεία. Με την στήριξη φορέων που δρούσαν εντός και εκτός του Μελενίκου διαμορφώθηκε ένα ζηλευτό πλαίσιο εκπαίδευσης. Αρχιδιδάσκαλοι, όπως ο Αδάμ Ζαπέκος, ο Δημήτριος Καλαμβακίδης, ο Ιωάννης Βασματζίδης, συνεπικουρούμενοι από διδασκάλους αναγνωρισμένου κύρους, όπως ο Μηνάς Μηνωίδης, ο Ιωάννης Πέζαρος, ο Χριστόφορος Φιλητάς, ο Γεώργιος Αλ. Τζιέρης, ο Κωνσταντίνος Σπανδωνίδης κ. ά. εξύψωσαν την φήμη και το κύρος της το πρώτο μισό του 19ου αιώνα. Από κοινού με τους Εφόρους των σχολών, τους Επιτρόπους του Κοινού και την συμβολή των αποδήμων Μελενικίων της Βιέννης σχεδίαζαν το πρόγραμμα εκπαίδευσης, αποφάσιζαν το περιεχόμενο των μαθημάτων, επέλεγαν τα σχολικά εγχειρίδια, εμπλούτιζαν την βιβλιοθήκη και εξόπλιζαν με εποπτικά όργανα την Σχολή. Η ελληνική κοινότητα μεριμνούσε ιδιαίτερα το μορφωτικό επίπεδο των εκπαιδευτικών, που προσλάμβανε, να είναι υψηλό, κυρίως όσων προορίζονταν για την θέση των αρχιδιδασκάλων, σχολαρχών ή διευθυντών. Η εκπαίδευση που προσέφερε δεν περιοριζόταν μόνο στην διάδοση και καλλιέργεια της ελληνικής γλώσσας, των ιδεών του ελληνικού πολιτισμού, της ελληνοχριστιανικής παράδοσης, αλλά και των σύγχρονων πολιτιστικών ρευμάτων. Η ακτινοβολία της την κατέστησε εκπαιδευτικό κέντρο της ΒΑ Μακεδονίας και της Ν. Βαλκανικής ως το 1860.

Προσήλκυσε μαθητές από όλον τον καζά και την μητροπολιτική περιφέρεια Μελενίκου (Σιδηρόκαστρο, Άνω-Τζουμαγιά, τμήμα της Κάτω-Τζουμαγιάς, το Πετρίτσι και την Ν. Βαλκανική). Οι απόφοιτοί της ήταν περιζήτητοι και διέπρεψαν ως στελέχη επιχειρήσεων, ως δικηγόροι, γιατροί, βιοτέχνες, έμποροι. Διακρίθηκαν στον ιερατικό χώρο ως ιερείς, ηγούμενοι, μητροπολίτες, και ως δάσκαλοι και καθηγητές έχοντας συνείδηση της αποστολής τους.

Θεωρούμε ότι όσοι απόφοιτοι έπαιζαν μικρό ή μεγάλο ρόλο στα εκκλησιαστικά, κοινωνικά και οικονομικά πράγματα, γίνονταν στην καθημερινή πρακτική φορείς της ιδεολογίας της, την οποία αναπαρήγαγαν μέσα από κοινωνικο-πολιτιστικούς και θρησκευτικούς μηχανισμούς. Ο Πολυζωίδης μέσα σε λίγες λέξεις συμπυκνώνει την επίδραση του Ελληνικού σχολείου στην εξέλιξη των αποφοίτων του: «Όσοι άνδρες αποφοιτούσαν απ’ αυτό, εμφορούνταν πνεύματος αγίου και ενθέρμου ζήλου προς την Ελληνικήν Παιδείαν, συνδυασμένα με την ορθόδοξο χριστιανικήν πίστιν. Όσοι εξήλθον από εκεί εις την αλλοδαπήν εδημιούργησαν έναν πολιτισμόν».

Ο Ηλιάδης Μανασσής, δίδαξε και διηύθυνε την Ακαδημία του Βουκουρεστίου, συμμετείχε στην ίδρυση, οργάνωση και διοίκηση της Ελληνικής Σχολής του Σιμπίου, του Μπρασόβ και αργότερα της Ελληνικής Σχολής Καλλιπόλεως, στις οποίες και δίδαξε. Ο Κωνσταντίνος Κοπάνου, στο ελληνικό σχολείο του Σεμλίνου, στο ελληνικό σχολείο του Βελιγραδίου, οι Κωνσταντίνος και Αναστάσιος Ζάχος. Ο Αναστάσιος Παλλατίδης δίδαξε στην Ελληνική Σχολή του Αγίου Γεωργίου Βιέννης, στην Ελληνική Σχολή της Πέστης (Κ. Χατζόπουλος) και στο Ελληνικό σχολείο Μελενίκου το 1839 (Αθ. Καραθανάσης, Παπαδριανός). Στην Φιλιππούπολη, στην Στενήμαχο στις Σέρρες, στην σχολή της Μονής Εικοσιφοίνισσας, στην Κεντρική Ελληνική Σχολή Αλιστράτης και στην Ελληνική Σχολή Προύσσας δίδαξε ο Δ. Καλαμβακίδης, ο οποίος αλληλογραφούσε και συνεργαζόταν για εκπαιδευτικά ζητήματα με τον Αναστάσιο Παλλατίδη. Υπήρξε πολυτάλαντος διδάσκαλος, συγγραφέας, εκδότης, τυπογράφος, μεταφραστής, εκπαιδευτής δασκάλων, διακινητής βιβλίων και σπουδαίος ιεροκήρυκας. Η εκπαίδευση ήταν για τον Καλαμβακίδη η σημαντικότερη συμμετοχή στην ζωή και η μόνη που οδηγεί τον άνθρωπο στην εθνική ευτυχία και ευδαιμονία. Στόχος του ήταν η συμμετοχή όλων των νέων ανεξαρτήτου εθνικότητας στο αγαθό της μόρφωσης. Συνόψιζε την παιδαγωγική του πρακτική στο ρητό του Πλάτωνος «οι βράδιον οδεύοντες τάχιον διανύουσιν». Μόνος του έφερνε σε πέρας το έργο ενός Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου. Κάνοντας τον απολογισμό του έγραψε «έσπειρα και ενέθηκα ταις ψυχαίς των μαθητών μου τον έρωτα της μαθήσεως, αλλά και την τέχνην τού γιγνώσκειν τον κόσμον και του καλώς πολιτεύεσθαι εν αυτώ, επειδή η ωφελιμωτέρα από όλας τα τέχνας είναι εκείνη, ήτις εκδιδάσκει το καλώς εν παντί πολιτεύεσθαι».

Οι εκπαιδευτικοί της Σχολής συμμετείχαν σε φιλεκπαιδευτικούς, μουσικούς, πολιτιστικούς και θεατρικούς συλλόγους μεταφέροντας παντού το δημιουργικό της πνεύμα. Οι περισσότεροι δίδαξαν και σε σχολεία πέραν της επαρχίας Μελενίκου. Η ευρύτατη επαγγελματική τους κινητικότητα, αν και δεν αποτελεί μεμονωμένο παράδειγμα, καταδεικνύει την φήμη και την ευρύτατη ζήτησή τους από τις ελληνικές κοινότητες της ΒΑ Μακεδονίας, της Ν. Βαλκανικής αλλά και της Κ. Ευρώπης. Οι φημισμένοι δάσκαλοι, το πρόγραμμα σπουδών και οι δραστηριότητες που ανέπτυσσε η Σχολή εξύψωσαν το κύρος της στην συνείδηση των Ελλήνων αλλά και των άλλων σύνοικων εθνικών ομάδων.

Η Σχολή διέθετε επίσης πλούσια βιβλιοθήκη με σπάνια συγγράμματα, κώδικες και χειρόγραφα και είχε αναγνωστήριο για τους μαθητές. Γνωρίζουμε την δωρεά στην βιβλιοθήκη βιβλίων του Αναστάσιου Παλλατίδη, του Μανασσή Ηλιάδη, του Αναστάσιου Πολυζωίδη, του Μηνά Μηνωίδη, του Χριστόφορου Φιλητά, του Μιχαήλ Παπαγεωργίου, του Γ. Τζιέρη, του Νεόφυτου Ρίλσκι, του Εμμ. Βασκίδη- Βασκίντοβιτς και την προμήθεια βιβλίων προς εμπλουτισμό της με βιβλία των Μελενικίων Δημ. Καλαμβακίδη, Σταύρου Μερτζίδη, της Αικ. Λασκαρίδη, του Χρηστομάνου, των Ιανούλη και Βέρου κ.ά. που την κατέστησαν μια αξιόλογη βιβλιοθήκη με 4.000 τόμους. Κατά τον στρατωνισμό του βουλγαρικού τάγματος στην Σχολή το 1913 δυστυχώς οι περισσότεροι τόμοι χρησιμοποιήθηκαν για θέρμανση. Εντύπωση προκαλεί η πληθώρα συνδρομητών βιβλίων, σχολικών και άλλου ενδιαφέροντος, των μαθητών και μαθητριών που είναι καταγεγραμμένοι ως συνδρομητές, αν αναλογιστούμε το κόστος των βιβλίων αυτή την εποχή. Τα στοιχεία αυτά αποδεικνύουν την αγάπη δασκάλων, μαθητών, πολιτών και ιερωμένων του Μελενίκου για το βιβλίο και την μόρφωση.

Η Σχολή ενίσχυε απόρους μαθητές μέσω υποτροφιών για την συνέχιση των σπουδών τους. Ενθάρρυνε πρωτοβουλίες για πολιτιστικές δράσεις και καλλιτεχνική δημιουργία. Συνέβαλε στην δημιουργία τεχνικών σχολών υφαντικής για την εκπαίδευση των νεανίδων του Μελενίκου, πρωτοστάτησε στην ίδρυση πρωτοβάθμιων σχολείων στην περιοχή. Συντέλεσε αποφασιστικά μέσω των διδασκάλων της στην υπέρβαση των κρίσεων της ελληνικής κοινότητας και των ερίδων μεταξύ των φατριών που ανέκυψαν κυρίως από το 1860 και μετά λόγω των κρίσεων του συντεχνιακού συστήματος και την μεταβολή του κοινωνικο-οικονομικού γίγνεσθαι . Παρενέβαινε συχνά ο Καλμβακίδης λέγοντας σε Επιτρόπους και Εφόρους «Όπου υπάρχει η ασυμφωνία, το μίσος, η έλλειψις της ομονοίας, ο ζήλος και η ερίθεια, εκεί υπάρχει η ακαταστασία και παν φαύλον πράγμα. Άριστον είναι η ομόνοια και το συμφωνείν αλλήλοις, η δε ασυμφωνία, αυτός λέγω ο φθόνος, είναι το σπέρμα παντός κακού, το πρωτότοκον έγγονον της αμαρτίας».

Η δεύτερη περίοδος της λειτουργίας της Σχολής από το 1861 ως το 1913 συμπίπτει με την ενιαία θεσμοθέτηση της εκπαίδευσης από την Πύλη, τους Γενικούς Κανονισμούς του Πατριαρχείου, την ίδρυση της Εξαρχίας, την δράση των Φιλεκπαιδευτικών Συλλόγων, την διείσδυση του ελληνικού κράτους στην Μακεδονία, την καλλιέργεια της Μεγάλης Ιδέας, την διεύρυνση των αρμοδιοτήτων των δασκάλων, την αύξηση του αριθμού των μαθητών. Μια σειρά ιστορικο-κοινωνικών και οικονομικών ανακατατάξεων διαμόρφωσαν το νέο εκπαιδευτικό πλαίσιο. Η Σχολή ακολουθούσε μετά το 1880 το πρόγραμμα διδασκαλίας των σχολείων των Σερρών, ενώ από το 1890 εφήρμοσε τα σύγχρονα εκπαιδευτικά συστήματα του Διδασκαλείου Θεσσαλονίκης αυξάνοντας τις ώρες διδασκαλίας των φυσικών επιστημών και των νεοελληνικών.

Η περίοδος αυτή είχε, επίσης, να επιδείξει άξιους δασκάλους, διευθυντές ή σχολάρχες. Διδάσκαλοι όπως ο Δημήτριος Λάσκαρης, ο Νικόλαος Ζωγραφίδης, ο Δημήτριος Πούγγουρας, ο Γάιος Λαζάρου, ο Κωνσταντίνος Μανίδης, ο Κωνσταντίνος Καλούσης, ο Πάνος Θ. Τζιερόπουλος, ο Μανώλης Ζαχαριάδης, ο Περικλής Κουρουπαλάτου, ο Γεώργιος Στιβαρός, ο Αριστοτέλης Γιούρης κ.ά. άφησαν το ιδιαίτερο αποτύπωμά τους στην Σχολή. Η προτεραιότητα που έδωσαν στην καλλιέργεια της γλώσσας, της ιστορίας, της γεωγραφίας και των ανθρωπιστικών σπουδών ενίσχυσε εκείνους τους εκπαιδευτικούς μηχανισμούς, οι οποίοι με την σειρά τους οδήγησαν σε ιδεολογικούς μετασχηματισμούς που συγκρότησαν την εθνική συνείδηση, την διάπλαση της ταυτότητας και την εθνική αφύπνιση των μαθητών.

Το ελληνικό κράτος μετά την ίδρυση του ελληνικού προξενείου στις Σέρρες το 1856, αποτελούσε έναν από τους δύο πόλους παραγωγής της εθνικής ιδεολογίας, η οποία μεταφερόταν στην Σχολή, μέσα από το περιεχόμενο των μαθημάτων, των αναλυτικών προγραμμάτων, της χορήγησης υποτροφιών, της αποστολής βιβλίων και εκπαιδευτικού υλικού, της οικονομικής επιχορήγησης για μισθούς και έξοδα λειτουργίας της, της ισοτιμίας των απολυτήριων τίτλων και της αποστολής δασκάλων. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο επίσης ως ο άλλος πόλος παραγωγής ιδεολογίας, με τις εγκυκλίους του προσπαθούσε να ρυθμίσει και αυτό την εκπαιδευτική διαδικασία στις επαρχίες του σύμφωνα με το πρόγραμμα της Μεγάλης του Γένους Σχολής. Η ύπαρξη των δύο ιδεολογικών πόλων και οι επιδράσεις που ασκούσαν ερμηνεύει τα κύρια ιδεολογικά στοιχεία που επικρατούσαν στην Σχολή Μελενίκου και που στόχευαν αφ’ ενός στην ενίσχυση της ελληνικής ταυτότητας με την καλλιέργεια της ελληνικής γλώσσας και ιστορίας, και αφ’ ετέρου την διδασκαλία της ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης. Συγκρούσεις ωστόσο δεν έλειψαν μεταξύ των δυο πόλων που επέδρασαν αρνητικά στην λειτουργία της Σχολής.

Πληροφορίες για την εκπαίδευση στο Μελένικο συναντάμε στο Καταστατικό του Κοινού Μελενίκου, σε αρχεία του Πατριαρχείου, του Αγίου Όρους, σε αρχεία στην Ελλάδα, σε βιβλία περιηγητών, λεξικά και την βιβλιογραφία της εποχής και στα λιγοστά διασωθέντα αρχεία των διδασκάλων. Τα περισσότερα Αρχεία της Σχολής καταστράφηκαν το 1865 και το 1895, μέρος τους χάθηκε κατά την έξοδο των Μελενικίων το 1913, την περίοδο 1916-1918 στο Σιδηρόκαστρο, όπου είχαν μεταφερθεί, και αργότερα κατά την β΄ βουλγαρική κατοχή τού 1941.

Στις αρχές του 19ου αιώνα η Σχολή στεγαζόταν σε κοινοτικό κτήριο που συντηρούσαν οι ευπατρίδες Μελενίκιοι, οι απόδημοι, και αργότερα και ο Αναστάσιος Παλλατίδης. Το 1813 λειτούργησε Κοινόν Σχολείον για τα πρώτα γράμματα, το 1831 Αλληλοδιδακτικόν με την συμβολή του Γεωργίου Αλ. Τζιέρη, το 1853 Παρθεναγωγείον και το 1873 Νηπιαγωγείον. Η ονομασία των σχολείων μεταβαλλόταν σύμφωνα με τις πηγές μας. Το Ελληνικόν Σχολείον σε Ανωτέρα Ελληνική Σχολή, Σχολή Μελενίκου ή Σχολή, Ανώτερον Σχολείον, Νέα Σχολή, Αστική Σχολή με τάξεις Ελληνικού Σχολείου. Αρρεναγωγείον ή Σχολή Αρρένων και το Αλληλοδιδακτικόν σε Δημοτικόν Σχολείον με συνδιδακτικές τάξεις. Το 1881 ιδρύθηκε 3/ετές Ημιγυμνάσιον, που αργότερα έγινε 4/ετές, το 1906 η Αστική Σχολή Θηλέων και τέλος 2 τεχνικές σχολές που στόχο είχαν την σύνδεση της εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας. Ως σχολικά κτήρια χρησιμοποιήθηκαν ύστερα από δωρεά προς την κοινότητα η οικία του Αναστάσιου Παλλατίδη για Παρθεναγωγείο, του μητροπολίτη Ιωακείμ για το πρωτοβάθμιο σχολείο, του Θεοχάρη Χατζηθεοχάρη για το Αρρεναγωγείον, καθώς επίσης οι οικίες Μαντζουρίδη, του Χρηστομάνου, του Κιασσίση, του Συμέτζου και του Βάντση. Στις συνοικίες των Αγ. Θεοδώρων, Αγίων Αναργύρων, Αγίου Νικολάου, Μαργαρίτη και Ποταμού λειτούργησαν κατά περιόδους πρωτοβάθμια σχολεία. Το 1895 τα σχολεία κρίθηκαν ακατάλληλα. Η ζήτηση για στοιχειώδη κατάρτιση μαθητών, που θα στελέχωναν τις μικροεπιχειρήσεις, οδήγησε στην επένδυση για την ανέγερση του νέου κτηρίου που ολοκληρώθηκε το 1905 και περιλάμβανε την Αστική Σχολή με τάξεις Ελληνικού σχολείου και το Ημιγυμνάσιον με εσωτερική μετακίνηση μαθητών. Με την επιχορήγηση των ευπατρίδων εντός και εκτός Μελενίκου, των συντεχνιών, του ελληνικού κράτους, των συλλόγων, των ομογενών, των εράνων της μητρόπολης Μελενίκου και του κληροδοτήματος του Αναστάσιου Παλλατίδη αποπερατώθηκε το τριώροφο και πλήρως εξοπλισμένο κτήριο που στέγασε την Σχολή δυστυχώς για 8 μόνο χρόνια, ως το 1913, λόγω των γεγονότων που ακολούθησαν.

Αξιόλογη ήταν και η εκπαίδευση των θηλέων στο Παρθεναγωγείο Μελενίκου. Στο διδακτικό προσωπικό υπήρχαν απόφοιτες που συνέχισαν τις σπουδές τους με υποτροφία του Ελληνικού κράτους στο Γυμνάσιο, το Παρθεναγωγείον και το Διδασκαλείο Σερρών, καθώς και στην σχολή της Αικ. Λασκαρίδου. Η Χρυσάνθη Πετκούση, η Χρυσάνθη Βέτσου, η Αικατερίνη Ιβρισιμτζή, η Ευθυμία Γεωργίου, η Μαρία Δημητριάδου-Πετρακά η Αναστασία (Σούλα) Μ. Ανδρεάδου-Τζιεροπούλου, η Ευαγγελία Κουμλή (Κουμλίδου) και η Αικατερίνη Γιάγκου, τίμησαν την μελενίκια καταγωγή τους και ανταποκρίθηκαν στα διδασκαλικά καθήκοντα με ιεραποστολικό ζήλο. Με την ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας, την συνεχή διάλυση της οθωμανικής αυτοκρατορίας, την δημιουργία νέων συνόρων, την αλλαγή των οικονομικών και κοινωνικών δεδομένων από το 1870 και μετά, την απομόνωση του Μελενίκου από την παραδοσιακή οικονομική συνεργασία του με την βουλγαρική ενδοχώρα, την χάραξη της σιδηροδρομικής γραμμής νοτιότερα της πόλης, έπαυσε πια να είναι εμπορικό κέντρο με επιπτώσεις αισθητές στην οικονομία και την εκπαίδευση. Επιπλέον η συνεχής μετανάστευση του πληθυσμού, η ίδρυση και άλλων ελληνικών σχολείων στα αστικά κέντρα της Μακεδονίας, σταδιακά συρρίκνωσαν τον ρόλο της.

Οι πολιτικές εξελίξεις μετέβαλαν τους συσχετισμούς στην περιοχή και μια σκληρή εκατέρωθεν αντιπαράθεση άρχισε για την επικράτηση των δύο εθνικών ομάδων. Η Σχολή Μελενίκου υπήρξε χώρος όπου καλλιεργήθηκε η προετοιμασία του Μακεδονικού αγώνα και οι εκπαιδευτικοί της μπήκαν στην «πρώτη γραμμή» για να στηρίξουν τα ελληνικά δίκαια. Δάσκαλοι και απόφοιτοι είχαν συναίσθηση της εθνικής αποστολή στους και στρατεύτηκαν στον Μακεδονικό Αγώνα, όπως ο Κωνσταντίνος Μαυρίδης, ο Γάιος Λαζάρου, ο Γεώργιος Σφήκας, ο Μιχαήλ Τζιερόπουλος, ο Γεώργιος Τζεβελέκης, ο Κωνσταντίνος Τσάκης, ο Δημ. Αποστολίδης, ο Γεώργιος Σφήκας, ο Ευάγγελος Γεροβασιλείου, η Φωτεινή Παπαδημητρίου-Αλατά, ο Αν. Πλουμής κ.ά. Η ιδεολογική σύγκρουση που διεξήχθη σε εθνικό, εκπαιδευτικό και θρησκευτικό επίπεδο ήταν σκληρή και η αντίσταση των Μελενικίων είχε βαρύ τίμημα. Κατά δήλωση του Ofeikof, ψευδώνυμο του Α. Shopoff, Γραμματέα της Εξαρχίας Ανατολικής Ρωμυλίας, το Μελένικο υπήρξε «το οχυρό που εμπόδισε την διάδοση του βουλγαρισμού στο νότο».

Κυρίες και Κύριοι,

Πριν σταθούμε στην σχέση του Παλλατίδη και του κληροδοτήματός του με την Σχολή εν συντομία θα αναφέρω λίγα βιογραφικά στοιχεία. Γεννήθηκε στα τέλη του 18ου αιώνα στο Μελένικο και πέθανε το 1848 στη Βιέννη. Τα πρώτα του γράμματα διδάχθηκε στο Ελληνικό σχολείο Μελενίκου και στις Σέρρες. Ολοκλήρωσε ανώτερες σπουδές στην Ακαδημία του Βουκουρεστίου και συνέχισε στην Ιατρική Σχολή της Βιέννης, από όπου έλαβε πτυχίο και διδακτορικό δίπλωμα το 1830 με τίτλο «De Vita Somatica». Διετέλεσε μέλος της αυτοκρατορικής ιατρικής συνδιδακτορίας της Βιέννης και κατείχε την θέση του δημόσιου γιατρού του ενός τετάρτου της Βιέννης για 18 χρόνια. Προσλήφθηκε λόγω των επιστημονικών του διακρίσεων ως βοηθός του καθηγητή της Ιατρικής Γκράγκερ, τον οποίο και διαδέχθηκε στην θέση του γιατρού στην αυλή των Αψβούργων. Υπήρξε γιατρός του προσωπικού της τουρκικής πρεσβείας, υψηλόβαθμων αξιωματούχων της Βιέννης, καθώς και της οικογένειας του ηγεμόνα της Σάμου Στέφανου Βογορίδη. Αποτέλεσε προβεβλημένο στέλεχος της παροικίας των Μελενικίων και μέλος της ενορίας του Αγίου Γεωργίου.

Ήταν μεγαλόφρων, φιλόκαλος, πνευματώδης, με ηθική υπόσταση, υψηλά ιδανικά και ανιδιοτελή αγάπη για την πατρίδα του, τον μεγάλο έρωτα της ζωής του. Ο πλούτος και η κοινωνική εμβέλεια που απέκτησε του έδωσε την δυνατότητα να φέρει εις πέρας «αόκνως, αφιλοπροσώπως, αδιακόπως, αυτοπροαιρέτως το αφεύκτως άφευκτον και ουχί χρεωστικώς προς την πατρίδα χρέος» του ακολουθώντας την προτροπή του Καταστατικού Μελενίκου. Το πατριωτικό συναίσθημα ήταν γι’ αυτόν ηθική αρετή και η πατρίδα το σχήμα που ένωνε τους ανθρώπους με την ίδια γλώσσα, πίστη και πολιτισμό. Ήταν διαρκώς παρών σε όλα τα προβλήματα των συμπατριωτών του. Συνέβαλε στην εκδίωξη του Μουσταφά-μπέη, ο οποίος διοικούσε τυραννικά με την απαίτηση δυσβάσταχτων φόρων. Με σειρά επιστολών, διαμαρτυριών και υπομνημάτων στον Οικουμενικό Πατριάρχη, στον μητροπολίτη Μελενίκου, στον φίλο του ηγεμόνα της Σάμου, καθώς και σε αξιωματούχους σε Βιέννη, Παρίσι, Κωνσταντινούπολη, και τον ευρωπαϊκό τύπο επίμονα ζητούσε την μεσολάβησή τους για την απομάκρυνσή του. Με το μνημειώδες υπόμνημά του προς τον σουλτάνο Μαχμούτ Β΄, επέτυχε μετά δεκάμηνο αγώνα την αντικατάστασή του. Ο «Μελένικος», όπως σημειώνει, γνώρισε ξανά την πρώτη του δόξα και πολλοί εκπατρισθέντες επέστρεψαν.

Ο Παλλατίδης, αν και γιατρός, ήταν βαθύς γνώστης των κλασσικών γραμμάτων και γλωσσών, συγγραφέας ιστορικών και φιλολογικών μελετών, οι οποίες βρίσκονταν στις βιβλιοθήκες των ελληνικών σχολείων των παροικιών, του Μελενίκου και της Ελλάδας ως δωρεά του. Ο αποχωρών πρύτανης του πανεπιστημίου Αθηνών το 1841 παραδίδοντας στον διάδοχό του αναφέρει τον Αν. Παλλατίδη ως θεμελιωτή της πανεπιστημιακής βιβλιοθήκης, λόγω της προσφοράς πολλών επιστημονικών συγγραμμάτων και βιβλίων του. Είχε κληθεί να διδάξει ως καθηγητής στο πανεπιστήμιο, αλλά αρνήθηκε. Τα έργα του αναφέρονται το 1842 στο ρεπερτόριο των εκδόσεων του πανεπιστημίου της Λειψίας και η βιβλιοθήκη του πανεπιστήμιου της Μινεσότα κάνει ειδική μνεία το 1843, όταν τα αποκτά .

Τα βιβλία του θεωρήθηκαν άρτια σχολικά εγχειρίδια για τη διδασκαλία της λατινικής : 1. Το Λατινικό-Ελληνικό Λεξικό -σε δύο τόμους, Βιέννη, 1834. 2. Τα Στοιχεία της Λατινικής Γλώσσης, ερανισθέντα εκ νεωτέρων και παλαιών συγγραφέων, και εκδοθέντα εις χρήσιν των Ελληνικών Σχολείων, εξαιρέτως δε των αυτοδιδάκτων μαθητητών, τόμος Α΄ Γραμματική, τόμος Β΄ Μαθήματα, τόμος Γ΄ Λεξικόν περιέχον τας προκύπτουσας εις α΄ και β΄ τόμον λέξεις, Βιέννη, 1838, καταδεικνύοντας την μεθοδικότητα και την πρακτικότητά του ως συγγραφέα και επιστήμονα. Το τελευταίο έργο του με τίτλο «Υπόμνημα ιστορικόν περί της αρχής και προόδου τού εν Βιέννη Ελληνικού συνοικισμού, αυτοσχεδιασθέν αφορμή της νεωστί γενομένης μεταρρυθμίσεως της εκκλησιαστικής ημών μουσικής εις το τετράφωνον, Βιέννη, 1845, εξιστορεί την εθνική δραστηριότητα των Ελλήνων της Βιέννης, εξαίροντας την συμβολή τους στην Εθνική Παλιγγενεσία. Αναφέρεται στις εκδοτικές προσπάθειες της εποχής, τις παροχές προς την νεολαία και την προστασία των ελληνικών γραμμάτων, στους Έλληνες διδασκάλους, που με το έργο τους επηρέασαν καθοριστικά την παιδεία του Γένους, όπως ο Κωνσταντίνος Κούμας, ο Νεόφυτος Δούκας, ο Άνθιμος Γαζής, ο Θεόκλητος Φαρμακίδης κ.ά.